Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ο εξευγενισμός και η νέα στρατηγική επενδύσεων για το ιστορικό κέντρο

Αναδημοσιεύουμε άρθρο της Όλγας Μπαλαούρα, μέλους της συσπείρωσης από την Εποχή.
Η συγκρότηση της σύγχρονης πόλης υπαγορεύεται από οικονομικούς και εξουσιαστικούς όρους. Η εξουσία επιβάλλεται ιστορικά με συγκεκριμένους τρόπους. Η γεωγραφική στρατηγική που εφαρμόζεται σήμερα στο ιστορικό κέντρο αποτελεί παράλληλο κομμάτι της διεθνούς γεωγραφικής στρατηγικής που εφαρμόζει το μοντέλο κερδοφορίας των μεγάλων πόλεων από τη χωροθέτηση νέων επενδύσεων. Κομμάτι αυτής της διαδικασίας είναι ο εξευγενισμός(gentrification) ή εξωραϊσμός που από το 1970 έγινε παγκόσμια το απόλυτο οικιστικό πρόσταγμα.
H επιχείρηση «αναζωογόνησης» του ιστορικού κέντρου είναι η πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική ατζέντα που οδηγεί στην πρόταση επιβολής του εξευγενισμού ως νέα τάση μετασχηματισμού και «ανάπτυξης» της Αθήνας. Η φιλολογία είναι γνωστή και προσδοκά στην κοινωνικοποίηση ενός σχεδίου διαδικασιών μέσα σε ένα ασφαλές ιδεολογικό πλαίσιο που θα εξημερώνει την «άγρια πόλη» και θα δικαιολογεί τις ωμές και στερούμενες κοινωνικής πολιτικής πράξεις στο κέντρο της. Είναι η ίδια διαδικασία που δημιούργησε αυτή την «υποβάθμιση». Η «αναζωογόνηση» αυτή κεφαλαιοποιείται και πείθει κοινωνικά υπό τη συνθήκη της «μεγαλύτερης και της καλύτερης χρήσης» ή τουλάχιστον μιας υψηλής και καλής εμπορικά και πολιτισμικά χρήσης. Μαζί με την αναμόρφωση, αυτή η διαδικασία συχνά περικλείει μια προσδοκώμενη συγκέντρωση κάποιων επαγγελματικών, οικονομικών και παραγωγικών υποδομών σε νέα κεντρικά συγκροτήματα γραφείων και τη δραματική εξάπλωση της υπέρ-πληθώρας των ψυχαγωγικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων (εστιατόρια, μπαρ, γκαλερί τέχνης).

Η υποτίμηση προαπαιτούμενο του εξευγενισμού
Η ιδέα, όμως, της «αστικής πρωτοπορίας» προσβάλλει τις σύγχρονες πόλεις, κυρίως στον τομέα της κατοικίας. Ο εξευγενισμός είναι το κατασκευαστικό προϊόν της αγοράς κατοικίας και γης και αποτελεί το οικιστικό και αναδημιουργικό οπλοστάσιο (αλλά σε καμιά περίπτωση την αιτία) μιας μακράς αναδιαμόρφωσης του χώρου. Ειδικά σε συνθήκες κρίσης, αρχίζουν να αναγνωρίζονται περισσότερα απ’ τον απλό επανακαθορισμό των «τιμών» και των «κινήτρων» (Harris, Massey, Meegan). Όμως οι κρίσεις και οι επανακαθορισμοί δεν αποτελούν εξωγενείς παράγοντες, τυχαίες αφίξεις από ισορροπίες, όπως διατυπώνονται στην κλασική θεωρία. Η φυσική χειροτέρευση και η οικονομική υποτίμηση των γειτονιών του κέντρου της πόλης είναι μια λειτουργία της αγοράς γης και κατοικίας, ενώ η παρακμή των γειτονιών είναι το αποτέλεσμα της αναγνώρισης ιδιωτικών και δημόσιων επενδυτικών αποφάσεων. Αυτή λοιπόν η υποτίμηση παράγει τις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες που κάνουν την καπιταλιστική επανεκτίμηση (εξευγενισμό) μια ορθολογική απάντηση.
Όσο η διαδικασία του εξευγενισμού ανθίζει, παράλληλα αναπτύσσεται και μια ολόκληρη φιλολογία γύρω απ’ αυτή. Η επικράτηση της φιλολογίας αυτής αφορά τις σύγχρονες διαδικασίες ή τα αποτελέσματά τους: Τα οικονομικό-πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα πορτρέτα των αστικών μεταναστών, τις εξώσεις, το ρόλο του κράτους, τα κέρδη της πόλης, τη γέννηση και καταστροφή της κοινότητας. Φαίνεται, έτσι, ότι όποιο κι αν είναι το κοινωνικό και πολιτικό κόστος που θα συνοδέψει την αστική αναδόμηση, το κράτος θα έχει επιτύχει το στόχο του αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στην ανάπλαση των γειτονιών από την ιδιωτική αγορά.
«Ανάπλαση» στα χέρια της αγοράς
Η πρακτική αυτής της πολιτικής επιβεβαιώνει και μια σειρά από συγκεκριμένους φυλετικούς και κοινωνικούς όρους. Οι εξευγενισμένες περιοχές πρέπει να γίνουν αντιληπτές ως συνδυασμοί μιας «αστικής-πολιτισμένης τάξης», που αναγνωρίζει ότι «η καλή γειτονιά» αναβαθμίζεται υποβαλλόμενη στους κοινωνικούς κανόνες» και μιας «μη πολιτισμένης τάξης», της οποίας οι συμπεριφορές και συνήθειες αντανακλούν μη αποδοχή των κανόνων αυτών. Τότε οι γειτονιές μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή σε αναβαθμισμένες ή υποβαθμισμένες γειτονιές. Έτσι, «στο βαθμό που ο εξευγενισμός επηρεάζει τις κοινότητες της εργατικής τάξης, εκτοπίζει φτωχούς, ιδιοκτήτες και μετασχηματίζει ολόκληρες γειτονιές σε περιβόλους της μπουρζουαζίας, η ιδεολογία του μετώπου ορθολογικοποιεί τον κοινωνικό αποκλεισμό ως φυσικό και μοιραίο».
Η παρακμή των γειτονιών είναι το αποτέλεσμα της αναγνώρισης ιδιωτικών και δημόσιων επενδυτικών αποφάσεων. Η βιομηχανία του real estate, στόχος της οποίας είναι η συσσώρευση από την κεφαλαιοποιημένη αξία της γης που τώρα απεγκλωβίζεται και αποσπάται με τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, δρα ως νόμιμος εκφραστής του εξευγενισμού. Φαίνεται, έτσι, ότι όποιο κι αν είναι το κοινωνικό και πολιτικό κόστος που θα συνοδέψει την αστική αναδόμηση, το κράτος θα έχει επιτύχει το στόχο του αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στην ανάπλαση των γειτονιών από την ιδιωτική αγορά.
«Η μπουρζουαζία έχει μόνο μία μέθοδο να τοποθετεί το θέμα της κατοικίας. Η αναπαραγωγή των τόπων της αρρώστιας, οι αφανείς τρύπες, στις οποίες ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής φυλακίζει τους εργάτες κάθε βράδυ, που δεν καταργούνται, απλώς μπορεί να μεταφέρονται αλλού» F. Engels.
Εκδίωξη της παραγωγής και του πληθυσμού
Εξωθούμενοι απ’ τους δημόσιους όπως και απ’ τους ιδιωτικούς χώρους που γρήγορα γίνονται κεντρικές εστίες της μπουρζουαζίας, οι μειονότητες, οι άνεργοι και τα φτωχά και ευάλωτα στρώματα είναι καταδικασμένοι σε μεγάλης κλίμακας εκτοπίσεις. Μέχρι τώρα απομονωμένοι σε κεντρικά γκέτο και τώρα βιαίως εξωθούμενοι σε άλλα αστικά στρατόπεδα πάρα έξω. Μαζί με τις τιμές και την κερδοσκοπία αυξάνονται και τα νούμερα των εξώσεων σε έναν όλο και μεγαλύτερο πληθωρισμό για την αγορά ακινήτων. Μετά την εκδίωξη της παραγωγής και την ακολουθούμενη εκδίωξη μεγάλου πληθυσμού από τις επαγγελματικές τους εστίες, οι μετανάστες και τα φτωχά στρώματα έχουν σειρά. Τα στρώματα αυτά, που νοικιάζουν φτηνές κατοικίες από ανάγκη και όχι από επιλογή, εκδιώκονται σταδιακά υπό την επέλαση μιας νέας ταξικής τρομοκρατίας και υπό τους όρους μιας νέας αστικής αισιοδοξίας. Το οικιστικό απόθεμα, εγκαταλελειμμένο για χρόνια στέγαζε ανθρώπους χωρίς αστική αναγνώριση, σε αφανείς τρύπες της πόλης, μιας πόλης που τώρα αποτελεί μια πολιτιστική και οικιστική βιομηχανία την οποία καταλαμβάνει η ζήτηση νέων εξευγενισμένων στρωμάτων. Οι τρώγλες ξαναφτιάχνονται, πωλούνται πανάκριβα και προφανώς διώχνουν το βιωμένο παρελθόν τους: Την πραγματικότητα της ανεργίας, τον αποδεκατισμό των κοινωνικών υπηρεσιών και την εμφάνιση των μειονοτήτων και των μεταναστών, όπως και των γυναικών ως αστικών δραστών.
Όλγα Μπαλαούρα, αρχιτέκτων
Βιβλιογραφία
Harvey D. (1975), «Class structure in a capitalist society and the theory of residential differentiation»
Mills (1988), Caulfield (1994), «Local arguments: the rent gap, The New Urban Frontier. Gentrification and the Revanchist city», Smith Ν., 1996.
Smith Ν. (1996), «Class struggle on avenue B. The New Urban Frontier. Gentrification and the Revanchist city», 1996.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου