Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας

Με αφορμή την κυκλοφορία του 5ου τεύχους του περιοδικού κομπρεσέρ, αναρτούμε άρθρο από το προηγούμενο 4ο τεύχος
gentrification_page16_image19
κατεβάστε το pdf εδώ
Το τελευταίο χρονικό διάστημα ο αστικός χώρος της πρωτεύουσας, και πιο συγκεκριμένα το κέντρο της, έχει απασχολήσει έντονα το δημόσιο λόγο εμπλέκοντας από τα ΜΜΕ και τα θεσμικά όργανα του κράτους μέχρι πολιτικούς και επιστημονικούς φορείς. Μέσα από τον κυρίαρχο λόγο επιχειρείται μια συστηματική προσπάθεια συσχέτισης του αθηναϊκού κέντρου με μια σειρά από κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που ξεπερνούν κατά πολύ τα γεωγραφικά του όρια και απασχολούν το σύνολο της επικράτειας. Αποτέλεσμα αυτής της επικοινωνιακού τύπου προσπάθειας είναι η αναγωγή της διαχείρισης του κέντρου της πρωτεύουσας σε μείζον πολιτικό ζήτημα. Προκειμένου να δούμε σε τι αφορά αυτή η διαχείριση, θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική θεωρητική προσέγγιση του όρου gentrification[1] προσπαθώντας στη συνέχεια να ανιχνεύσουμε πιθανές συγκλίσεις ή αποκλίσεις της θεωρίας αυτής με τις πρόσφατες εξελίξεις στο κέντρο της Αθήνας. Έτσι ευελπιστούμε να μπορέσουμε να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με το πού τελικά αποσκοπούν αυτές οι κινήσεις, αλλά και με το πώς εμφανίζεται η διαδικασία του gentrification σε περιβάλλον οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ό,τι συμβαίνει σήμερα στην Αθήνα gentrification; Μήπως τελικά σε καιρούς κρίσης το ζήτημα της αστικής αναμόρφωσης παίρνει νέα τροπή και σχετίζεται ολοένα και περισσότερο με ζητήματα αστικού ελέγχου και με μια γενικότερη διαχείριση της εργασίας στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου νέου ολοκληρωτισμού;
Θεωρητικές αναφορές
Πριν εστιάσουμε στην Αθήνα και ασχοληθούμε με όσα γίνονται, αλλά και όσα λέγονται σχετικά με το αθηναϊκό κέντρο, θα βλέπαμε χρήσιμο να αναφερθούμε με συντομία στον όρο gentrification και στα φαινόμενα επιχειρεί να περιγράψει. Για πρώτη φορά, τον χρησιμοποιεί η κοινωνιολόγος Ruth Glass το 1964 προκειμένου να αναφερθεί στην εισβολή μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην εργατική συνοικία Islington του Λονδίνου, μια διαδικασία που είχε ως τελικό της αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των κατοίκων που άνηκαν στην εργατική τάξη και την αλλαγή του κοινωνικού προφίλ της γειτονιάς [2]. Έκτοτε έχουν κάνει την εμφάνισή τους πολλοί ορισμοί του gentrification οι οποίοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν αντίστοιχα φαινόμενα μετασχηματισμού του δομημένου περιβάλλοντος και της κοινωνικής σύνθεσης υποβαθμισμένων περιοχών στα κέντρα των δυτικών πόλεων. Οι μελετητές προσεγγίζουν τέτοια φαινόμενα από διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και δίνουν αντίστοιχα διαφορετικές εκδοχές των αιτιών, αλλά και της ίδιας της διαδικασίας του gentrification. Ωστόσο κοινό τόπο σε κάθε τέτοια προσπάθεια φαίνεται να αποτελεί η διαπίστωση ότι βασικός στόχος της διαδικασίας του gentrification είναι η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης μιας περιοχής της πόλης με την αντικατάσταση παλαιότερων κατοίκων κατώτερων τάξεων με νέους που προέρχονται κυρίως από μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αυτή η κοινωνική -και ταξική- αναδιάρθρωση των κεντρικών περιοχών των πόλεων γίνεται κατά κύριο λόγο μέσα από μηχανισμούς της αγοράς και, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, προκύπτει ως αποτέλεσμα της δράσης του κατασκευαστικού κεφαλαίου, του κτηματικού κεφαλαίου (δηλαδή των ιδιοκτητών γης και κατοικιών), των μεσοαστών αγοραστών και ενοικιαστών ακινήτων και ενίοτε του κράτους.
Η διαδικασία

Σε αυτή τη κατεύθυνση μπορούμε να διακρίνουμε δύο κυρίαρχες τάσεις στην θεωρία του gentrification, αυτή που επικεντρώνεται στις δομές και αυτή που επικεντρώνεται στα δρώντα υποκείμενα, ή αλλιώς στην προσφορά και στη ζήτηση αντίστοιχα. Αυτές οι τάσεις αντιπροσωπεύουν διαφορετικές σχολές σκέψης και, παρότι συχνά οι εκφραστές τους αντιμάχονται για την επικράτηση της μιας έναντι της άλλης, διερευνούν διαφορετικές πτυχές του φαινομένου δίνοντάς μας τη δυνατότητα να συνθέσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Η πρώτη εστιάζει στις οικονομικές διαδικασίες που ακολουθεί το gentrification και στους τρόπους με τους οποίους η χωρική κινητικότητα του κεφαλαίου επηρεάζει την παραγωγή του αστικού χώρου, ακολουθώντας μια συλλογιστική πιστή σε μια μαρξιστική προσέγγιση και σε μια ταξική γεωγραφία του αστικού χώρου. Η δεύτερη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των gentrifiers, των υποκειμένων που με τη δράση τους υλοποιούν το gentrification, καθώς και στις καταναλωτικές τους προτιμήσεις, ακολουθώντας την «πολιτισμική στροφή» της ανθρωπογεωγραφίας και, κατ’ επέκταση, μετατοπίζοντας το βάρος της έρευνας από τις οικονομικές δομές στην ανθρώπινη δραστηριότητα και στη δυνατότητά της να επηρεάσει και να κατευθύνει τις οικονομικές διαδικασίες.
Μέσα από τις δύο κατευθύνσεις της θεωρίας, την οικονομική και την πολιτισμική, θα επιχειρήσουμε να δούμε με συντομία πώς εξελίσσεται η διαδικασία του gentrification στις διαφορετικές πτυχές της. Κεντρικός εκφραστής της οικονομικής προσέγγισης είναι ο γεωγράφος Neil Smith [3], ο οποίος ήδη από το 1979 ανέπτυξε μια θεωρία που προσέγγιζε το gentrification ως μέσο κερδοσκοπίας του κεφαλαίου πάνω στην αστική γη και το συνέδεε με μια ευρύτερη διαδικασία ανισομερούς ανάπτυξης του αστικού χώρου μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ένα ζήτημα στο οποίο είχε αναφερθεί εκτενώς ο Harvey, στο έργο του για τα διαφορετικά κυκλώματα συσσώρευσης του κεφαλαίου[4]. Έτσι, αντιμετώπισε το gentrification ως μέρος μιας κυκλικής διαδικασίας μεταβολής της αξίας της γης στις κεντρικές περιοχές των δυτικών κυρίως πόλεων. Μιας διαδικασίας που ξεκίνησε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες με την επέκταση των πόλεων προς τα προάστια, όπου οι αναπτυσσόμενες τότε δυτικές οικονομίες βρήκαν κατάλληλες εκτάσεις με χαμηλές αξίες γης για να επενδύσουν στην κατασκευή νέων περιοχών κατοικίας. Επακόλουθη αυτής της μετακίνησης κεφαλαίου από το κέντρο προς τα προάστια ήταν η σταδιακή υποτίμηση και απαξίωση της αστικής γης του κέντρου και του αντίστοιχου επενδεδυμένου κεφαλαίου.
Η υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος που προκάλεσε η ελλιπής συντήρηση του κτιριακού αποθέματος και η απουσία υποδομών υποστήριξης της κατοικίας, είχε ως άμεση συνέπεια την εγκατάλειψη του κέντρου από τα μεσαία στρώματα, τα οποία αναζητούσαν μια πιο ‘άνετη’ ζωή στις σύγχρονες κατοικίες των προαστίων ακολουθώντας τα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής (η επονομαζόμενη και white flight). Η αποχώρηση των μεσαίων στρωμάτων παραχώρησε τις γειτονιές του κέντρου στους -ήδη υπάρχοντες- κατοίκους της εργατικής τάξης, σε μετανάστες και σε άλλες μειονοτικές ομάδες, ενώ παράλληλα η γενικότερη υποβάθμιση καθιστούσε επισφαλείς τις όποιες επενδύσεις στην περιοχή, γεγονός που απέτρεπε την χορήγηση κατασκευαστικών δανείων από τις τράπεζες, εμποδίζοντας έτσι την βελτίωση των κτιριακού αποθέματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο στήνεται ένας φαύλος κύκλος μείωσης των τιμών γης στο κέντρο και αντίστοιχης αύξησής τους στα προάστια, ο οποίος συνοδεύεται από την μετακίνηση της μεσαίας τάξης προς τα προάστια. Αυτή η διαπίστωση αποτελεί τη βάση της θεωρίας του Smith για τη «διαφορά γαιοπροσόδου» (rent gap), την διαφορά μεταξύ της πραγματικής γαιοπροσόδου, δηλαδή του κεφαλαιοποιούμενου ενοικίου (της τιμής γης), που προσφέρει η τωρινή χρήση της γης και της δυνητικής γαιοπροσόδου που θα μπορούσε να αποκομισθεί με την βέλτιστη και εντατικότερη χρήση της. Η διαφορά γαιοπροσόδου αποτελεί για τον Smith το κλειδί στην κατανόηση του gentrification, καθώς για να ξεκινήσει το τελευταίο πρέπει η πρώτη να γίνει ικανοποιητικά μεγάλη, ώστε το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο να μπορέσει να αγοράσει τη γη φθηνά, να πληρώσει τα έξοδα κατασκευής, να αποπληρώσει τραπεζικά δάνεια και να πουλήσει τα κτίρια σε τιμή που να του αποφέρει ικανοποιητικά κέρδη. Ουσιαστικά, η προσέγγιση του Smith συνοψίζεται σε μια γεωγραφία της κίνησης του κεφαλαίου στον αστικό χώρο, μέσα από την οποία αναδεικνύονται οι αιτίες του gentrification δίνοντας έμφαση στις διαδικασίες παραγωγής του αστικού χώρου.
Η κριτική της θεωρίας του rent gap ως της μοναδικής εξήγησης του gentrification άρχισε από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και συγκροτήθηκε γύρω από το επιχείρημα ότι σε αυτή τη διαδικασία, πέρα από το κεφάλαιο εμπλέκονται και άνθρωποι, κοινωνικά υποκείμενα που «καταναλώνουν» τον παραγόμενο χώρο και υλοποιούν τελικά το gentrification στο πεδίο της πόλης και της καθημερινής της ζωής[5]. Μια τέτοια προσέγγιση αναγνωρίζει στον καταναλωτισμό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σύγχρονης αστικής κουλτούρας και εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η κατανάλωση επηρεάζει την οργάνωση του χώρου. Όπως παρατηρεί ο Ley[6], στις μετα-βιομηχανικές πόλεις η απασχόληση στις υπηρεσίες υπερτερεί σημαντικά της δευτερογενούς παραγωγής, οπότε οδηγούμαστε σε μια έμφαση στην κατανάλωση και την ψυχαγωγία και όχι στην παραγωγή. Έτσι οι καταναλωτικές αξίες είναι αυτές που καθορίζουν τις χρήσεις της αστικής γης του κέντρου, η οποία πλέον προσφέρεται σαν αντικείμενο προς κατανάλωση, ενώ παράλληλα, η εργασιακή αναδιάρθρωση των δυτικών οικονομιών που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80 είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας νέας μεσαίας τάξης. Σ΄αυτό το πλαίσιο, το gentrification μπορεί να εξηγηθεί σαν μια συνέπεια αυτής της έμφασης στην κατανάλωση, καθώς αντιπροσωπεύει τη χωρική της έκφραση στο χώρο της πόλης.
Η εμπορευματοποίηση του αστικού χώρου άνοιξε το δρόμο στην ανάπτυξη μιας μαζικής καταναλωτικής αισθητικής στην οποία το κέντρο της πόλης βαφτίζεται “ιστορικό”, το απαξιωμένο κτιριακό απόθεμα αναγνωρίζεται ως “διατηρητέο”, ενώ παράλληλα τα lifestyle έντυπα ανακαλύπτουν τις συναρπαστικές αρετές της κατοίκησης του κέντρου. Μέσα από μια τέτοια οπτική το κέντρο της πόλης εμφανίζεται σαν ένα συνονθύλευμα θεαματικών τόπων και εμπειριών έτοιμο να υποδεχθεί τους (κατάλληλους) χρήστες και φυσικά το κεφάλαιο. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μία αφομοίωση στον κυρίαρχο λόγο ενός πλήθους διαφορετικών εκφάνσεων της μεταμοντέρνας κριτικής του αστικού χώρου προκειμένου να τεθούν στην υπηρεσία της αγοράς. Το αποτέλεσμα είναι η ίδια η πόλη να αποκτά πολιτισμικό κεφάλαιο και η αγορά κατοικίας να μετατρέπεται σε πολιτισμική επένδυση, μέσα από την οποία η μεσαία τάξη κατοχυρώνει την θέση της στην κοινωνική ιεραρχία και κατασκευάζει μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα στην οποία η κατανάλωση γίνεται τρόπος έκφρασης και μέσο κοινωνικής προβολής.
Περαιτέρω κριτικές της θεωρίας του rent gap και της «οικονομικής σχολής» στηρίχθηκαν σε αδυναμίες της να ερμηνεύσει φαινόμενα gentrification σε -ευρωπαϊκές κυρίως- πόλεις που δεν είχαν αντιμετωπίσει πότε εκτεταμένη προαστιοποίηση και υποβάθμιση του κέντρου τους, υποστηρίζοντας ότι η θεωρία του Smith ήταν στενά συνδεδεμένη με την εμπειρικές παρατηρήσεις του πάνω στις αμερικάνικες πόλεις και ότι για να εφαρμοστεί απαιτεί ικανές σε μέγεθος εγκαταλελειμμένες περιοχές, όπου θα δράσει ένα ισχυρό κατασκευαστικό κεφάλαιο[7]. Στην «πολιτισμική σχολή» ανήκουν και προσεγγίσεις που εστιάζουν σε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας παρατηρώντας περιπτώσεις όπου το ρόλο των gentrifiers ανέλαβαν κοινωνικές ομάδες που συγκροτούνταν γύρω από μια κοινή έμφυλη ή σεξουαλική ταυτότητα, όπως νεαρές εργαζόμενες γυναίκες ή ομοφυλόφιλοι[8]. Μέσα από τέτοιες περιπτώσεις αναδεικνύεται η επίδραση που ασκεί στην επιλογή του τόπου κατοικίας η ανάγκη ορισμένων κοινωνικών ομάδων να συγκροτούν κοινότητες με αναγνωρίσιμη γεωγραφική αναφορά. Ωστόσο τέτοιες προσεγγίσεις συνήθως δεν αντιτίθενται με αυτές που στέκονται περισσότερο στα ταξικά χαρακτηριστικά του gentrification, αλλά τοποθετούνται από τους ίδιους τους μελετητές συμπληρωματικά σε αυτές και πολλές φορές τις ενσωματώνουν αναγνωρίζοντας μια αλληλεπίδραση μεταξύ των ταξικών και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των gentrifier.
Οι πρωταγωνιστές
Σ’ αυτό το σημείο, θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε μερικές βασικές παρατηρήσεις που αφορούν τον κομβικό ρόλο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και διάφορων μορφών του κεφαλαίου στη διαδικασία του gentrification, οι οποίες νομίζουμε ότι θα φανούν χρήσιμες στη συνέχεια σχολιάζοντας τις εξελίξεις Αθήνα. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι το gentrification είναι στην τελική μια διαδικασία που εμπεριέχει ταυτόχρονα προσφορά και ζήτηση, ή καλύτερα παραγωγή και κατανάλωση.
Η παραγωγή του χώρου κατά τη διάρκεια του gentrification δεν θα πρέπει να συγχέεται με την απλή εργολαβική κερδοσκοπία, καθώς αφορά ταυτόχρονα την υλική και την άυλη παραγωγή, τις σχέσεις υλικού κέρδους αλλά και το πολιτιστικό και το συμβολικό κεφάλαιο μιας περιοχής. Η υλική παραγωγή συντονίζεται από το κτηματικό κεφάλαιο, το οποίο εκμεταλλεύεται την αστική γη, αγοράζοντας εκτάσεις που δεσμεύονται προκειμένου να αξιοποιηθούν στη συνέχεια σύμφωνα με κάποια στρατηγική ανάπτυξης, κατά την οποία θα συμμετέχει, λιγότερο ή περισσότερο, το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Φυσικά όλη η διαδικασία απαιτεί την αναγκαία συνδρομή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η -αρχικά υποβαθμισμένη- αξία της γης αυξάνεται, καθώς από τη μια, το κτισμένο περιβάλλον αναβαθμίζεται, και από την άλλη, η περιοχή αποκτά μια προστιθέμενη αξία λόγω της αναβαθμισμένης εικόνας της στον πολιτιστικό χάρτη της πόλης. Η αξία της γης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να μεταβληθεί και με την κατάλληλη οργάνωση των χρήσεων που αναπτύσσονται σε μια περιοχή, όπως για παράδειγμα η συσχέτιση χρήσεων κατοικίας-εργασίας-διασκέδασης που να απευθύνονται φυσικά στην ίδια (κατάλληλη) κοινωνική ομάδα, αλλά και με την κατάλληλη αναβάθμιση των υποδομών μιας περιοχής, είτε αυτές αφορούν το δημόσιο χώρο και τα δίκτυα μαζικής μεταφοράς, είτε τη δημιουργία πόλων έλξης πολιτιστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Εδώ υπεισέρχεται και ο ρόλος του κράτους στην όλη διαδικασία, ο οποίος εκτείνεται από απλές ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην εικόνα των κτιρίων και του δημόσιου χώρου μέχρι μεγάλης κλίμακας αναπλάσεις ολόκληρων περιοχών, κατασκευής νέων συγκοινωνιακών έργων και εμβληματικών κτηρίων-τοπόσημων, όπως μουσεία ή πολυχώροι. Κατασκευάζεται έτσι μια νέα εικόνα της περιοχής με απώτερο στόχο την δελεαστικότερη εκμετάλλευσή της από το κεφάλαιο και τελικά την αλλαγή της κοινωνικής της σύστασης και την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων σημερινών κατοίκων. Η αξιοποίηση του επενδεδυμένου στη γη κεφαλαίου παίρνει τη μορφή προσόδου, την οποία ονομάζουμε γαιοπρόσοδο και την αποκομίζει το ίδιο κτηματικό κεφάλαιο από το δικαίωμα χρήσης και ενοικίασης της γης που ελέγχει. Η «διαφορά γαιοπροσόδου» είναι αυτή η διαφορά μεταξύ της αρχικής γαιοπροσόδου, αυτής που αποδίδει το ακίνητο τη χρονική στιγμή που δεσμεύεται από το κτηματικό κεφάλαιο, και της τελικής, δηλαδή αυτής που θα αποδίδει όταν θα ολοκληρωθεί η παραπάνω διαδικασία αξιοποίησης. Η διαφορά λοιπόν αυξάνεται, είτε μέσω της περαιτέρω απαξίωσης της αστικής γης, είτε μέσω της καλύτερης στρατηγικής ανάπτυξης και όταν αυτή κριθεί ικανοποιητική, ξεκινά η διαδικασία αξιοποίησης.
Παρότι μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία του gentrification στο σύνολό της μάλλον καθοδηγείται από την δραστηριότητα του κεφαλαίου, πρωταγωνιστικό ρόλο φαίνεται να διατηρεί η μεσαία τάξη: μια «νέα μεσαία τάξη» που συγκροτείται από ένα πλήθος διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και περιλαμβάνει από νεαρά στελέχη εταιριών μέχρι καλλιτέχνες και φοιτητές. Όμως, κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η επιθυμία να διαφοροποιηθούν από ό,τι πρέσβευε η προηγούμενη γενιά μεσοαστών, για την οποία δεν υπήρξε τίποτα πιο εμβληματικό από την ήσυχη-ζωή-στα-προάστια. Αυτό το πλήθος κοινωνικών ομάδων, οι οποίες συχνά δεν σχετίζονται μεταξύ τους, είναι που στελεχώνει τις τάξεις των gentrifiers. Καθοδηγούμενο από τις επιταγές του lifestyle, υιοθετεί και αναπαράγει urban trends, συμμετέχοντας έτσι ενεργά στην κατασκευή της εικόνας κάθε γειτονιάς και ξαναγράφοντας το πολιτιστικό χάρτη της πόλης, με γειτονιές chic, in, alternative, hip κλπ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που συμβαίνει είναι να δημιουργείται ζήτηση για καλοβαλμένες κατοικίες στο κέντρο της πόλης και μαζί της οι προϋποθέσεις για να ξεκινήσει ο κύκλος του gentrification.
Συχνά το πολιτιστικό προφίλ της γειτονιάς κτίζεται μέσα από μια καινούργια και γρήγορα αναπτυσσόμενη καλλιτεχνική δραστηριότητα, αποδίδοντας έτσι στη τέχνη έναν ρόλο κομβικό στην εξέλιξη του gentrification. Όπως υποστηρίζει ο Ley[9], οι καλλιτέχνες έλκονται από το κέντρο της πόλης και από περιοχές οριακές σε σχέση με τους συμβατικούς χώρους χωροθέτησης της νέας μεσαίας τάξης. Αναζητούν σε αυτές, χώρους κοινωνικά και πολιτισμικά αντιθετικούς, που να παρέχουν την απαιτούμενη απόσταση από τις κυρίαρχες αξίες της μεσαίας τάξης. Αυτή η κίνηση των καλλιτεχνών προς το κέντρο αποτελεί και την πρώτη ροή gentrifier, η οποία λειαίνει το έδαφος για την εγκατάσταση πιο αποδοτικών χρήσεων γης, αλλά και πιο εύπορων κοινωνικών τάξεων. Άλλωστε η μεσαία τάξη ανέκαθεν βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση μιας πολιτισμικής ταυτότητας μέσα από την οποία θα μπορέσει να επικυρώσει τη θέση της στη κοινωνική ιεραρχία και να νομιμοποιήσει την αναγκαιότητα της ύπαρξής της. Η εγκατάσταση πιο εύπορων κοινωνικών στρωμάτων σε τέτοιες περιοχές σηματοδοτεί την έναρξη του γνωστού κύκλου οικονομικής εκμετάλλευσης και οδηγεί στον σταδιακό εκτοπισμό μεγάλου ποσοστού της πρώτης ροής gentrifier, δηλαδή των καλλιτεχνών. Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε έναν επάλληλο εκτοπισμό κοινωνικών ομάδων και την αντικατάστασή τους από άλλες με υψηλότερο πολιτιστικό αρχικά και οικονομικό στη συνέχεια  κεφάλαιο. Οι υπάρχοντες κάτοικοι αντικαθίστανται από τους καλλιτέχνες, οι οποίοι με τη σειρά τους αντικαθίστανται από πιο εύπορες κοινωνικές ομάδες σε μια διαδικασία όπου οι ροές των ανθρώπων ακολουθούν τις ροές του κεφαλαίου και αντίστροφα.
Η κρίση
Για να είναι χρήσιμη σε εμάς η παραπάνω θεωρητική επισκόπηση της διαδικασίας του gentrification θα χρειαστεί να την εντάξουμε στο γενικό πλαίσιο παρούσας συγκυρίας της κρίσης. Όπως είδαμε παραπάνω, δύο είναι οι βασικές γενικές προϋποθέσεις για να είναι αντικειμενικά δυνατό το ξεδίπλωμα της διαδικασίας: η διαφορά γαιοπροσόδου και η ύπαρξη μιας μεσαίας τάξης πρόθυμης να επενδύσει ή/και να κατοικήσει σε μια συγκεκριμένη περιοχή.[10]
Τη σημερινή συγκυρία στη χώρα νομίζουμε ότι περιττεύει να την περιγράψουμε. Παρ’ όλα αυτά, με λίγες λέξεις και σε ότι αφορά αυτά που εξετάζουμε έχουμε: ραγδαία μείωση του εισοδήματος για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ανεργία, ταξική πόλωση με προλεταριοποίηση σημαντικού τμήματος των μικρο-μεσοστρωμάτων, αποεπένδυση (κλείσιμο εμπορικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων) σε πολλές περιοχές των πόλεων (και στις κεντρικές), γενική υποτίμηση των αξιών και άρα και των αξιών γης και ακινήτων. Η τρέχουσα κρίση/αναδιάρθρωση βρίσκεται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη και άρα είναι δύσκολο να προβλεφθεί η μετά-κρίσης κοινωνική και οικονομική γεωγραφία. Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο πως οι τάσεις ταξικής πόλωσης θα ολοκληρωθούν σε μεγάλο βαθμό και η «νέα μεσαία τάξη», στο βαθμό που υπήρξε στην Ελλάδα, θα βρεθεί αποδυναμωμένη τουλάχιστον όσον αφορά στο αριθμητικό της μέγεθος και ίσως και την οικονομική της δύναμη (με όρους οικογενειακού εισοδήματος) καθώς η εργασία της θα μετατρέπεται σε πιο επισφαλή, ελαστική και χαμηλότερα αμειβόμενη. Φαίνεται, δηλαδή, πως η μία από τις δύο απαραίτητες προϋποθέσεις του gentrification, αυτή που σχετίζεται με τη ζήτηση, θα συρρικνωθεί σε κάποιο, μάλλον μεγάλο, βαθμό.
Η εξάλειψη της ζήτησης εντείνει το «καθοδικό σπιράλ» της αποεπένδυσης, αφού οι τιμές γης και ακινήτων συνεχίζουν να πέφτουν, κανένας δεν επενδύει περιμένοντας χαμηλότερες τιμές, οι αντίστοιχες γειτονιές υποβαθμίζονται περεταίρω, οι αξίες ξαναπέφτουν κ.ο.κ. Παρ’ όλα αυτά, η βάση για την επανεπένδυση, που είναι η διαφορά της τρέχουσας και μιας πιθανής μελλοντικής τιμής, παραμένει ανέγγιχτη και, μάλιστα, οι συνθήκες γίνονται όλο και πιο δελεαστικές για τα επίδοξα κεφάλαια καθώς η διαφορά γαιοπροσόδου διευρύνεται μαζί με την προσδοκία για μελλοντικό κέρδος. Η κρίση λειτουργεί διευρύνοντας τις προϋποθέσεις επανεπένδυσης (όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς της οικονομίας), αφού δώσει τη θέση της σε ένα νέο κύκλο ανάπτυξης/συσσώρευσης.
Όσο, όμως, δεν υπάρχει η αναγκαία ζήτηση, το αναγκαίο πεδίο πραγματοποίησης στην αγορά της υπεραξίας που θα προκύψει από την αστική ανανέωση, φαίνεται η όλη διαδικασία απλά να λανθάνει, να βρίσκεται σε χειμερία νάρκη. Με λίγα λόγια, δεν περιμένουμε να γίνει ορατό το gentrification – πέρα, ίσως, από κάποιες κρατικές, δημοτικές παρεμβάσεις σε δημόσιους χώρους που θα σπρώχνουν προς τα εκεί – όσο η κρίση διαρκεί. Και όντως, έτσι έγινε σε πόλεις που οι αντίστοιχες διαδικασίες λάβανε χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι «εξευγενιστές» περιμένανε (ή αγοράζανε ακίνητα κοψοχρονιά) μέχρι να τελειώσει η ύφεση (π.χ. σε όλες τις ΗΠΑ στην ύφεση των αρχών του ’90) και έπειτα επέστρεψαν – ακόμα πιο επιθετικοί, με όρους ρεβανσιστικής πολεοδομίας[11], για να πάρουν πίσω την πόλη από αυτούς που τους την «έκλεψαν».[12]
Η έξοδος, όμως, από τη σημερινή κρίση δε φαίνεται να είναι κοντά. Η ένταση και το βάθος της είναι τέτοια που δεν ξέρουμε αν μετά το ξεπέρασμά της οι πόλεις θα χρειάζονται «εξευγενισμό» ή ανοικοδόμηση… Άλλωστε ο πόλεμος υπήρξε πάντα η μεγαλύτερη ευκαιρία για «ανανέωση» των πόλεων. Και πολύ καλή μπίζνα επίσης….
Το κέντρο της Αθήνας
Ας κοιτάξουμε, όμως, από λίγο πιο κοντά ποιες από τις διαδικασίες που αναλύθηκαν παραπάνω εκτυλίσσονται σήμερα στο κέντρο της Αθήνας. Να επισημάνουμε αρχικά πως ενώ η δημόσια συζήτηση διεξάγεται με τρόπο που ενοποιεί πολλές διαφορετικές περιοχές της πόλης, οι σχετικές διαδικασίες σε κάθε μία από αυτές ποικίλουν σημαντικά. Ο τρόπος, όμως, αυτός διεξαγωγής της συζήτησης δεν είναι ουδέτερος, ούτε οφείλεται σε κάποια «αναγκαία» απλοποίηση για να καταλαβαίνει ο κόσμος τι συμβαίνει, αλλά έχει συγκεκριμένη στόχευση που ελπίζουμε να φανεί στη συνέχεια.
Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε την πραγματικότητα θα εξετάσουμε τι κάνουν και τι λένε οι βασικοί «παίχτες» που διαμορφώνουν το χώρο της πόλης και που έχουν βάλει σαν στόχο το gentrification του κέντρου. Οι παίχτες αυτοί είναι το κράτος, το κεφάλαιο και η «κοινωνία των πολιτών».[13]
Κυρίαρχος λόγος
Ξεκινάμε με αυτά που λέγονται γιατί αυτά ακριβώς είναι η πιο άμεση εμπειρία των περισσότερων κατοίκων της χώρας για το κέντρο της πρωτεύουσας. Ο κυρίαρχος αυτός λόγος ακτινοβολεί σε όλη την επικράτεια της χώρας καθώς παίρνει χαρακτηριστικά κεντρικού πολιτικού ζητήματος. Και, αναμφίβολα, όχι χωρίς αιτία. Πιστεύομε πως αυτά που λέγονται για το κέντρο της Αθήνας συμπυκνώνουν την επιθυμητή και σχεδιαζόμενη διαχείριση της συνολικής κρίσης για όλους και σε όλη τη χώρα.
H πρώτη συγκεκριμένη νύξη για τα προβλήματα του κέντρου εμφανίζεται κάπου στα 2007 μέσω από τις σελίδες τoυ free press εντύπου LIFO το οποίο μιλάει για το «νέο γκέτο της Αθήνας» σε ένα από τα κεντρικά του θέματα[14]. Οι γκρίνιες έχουν αρχίσει, σκόρπιες είναι η αλήθεια, μετά τους Ολυμπιακούς και ταυτόχρονα με τη διάψευση των προσδοκιών για ένα κέντρο της Αθήνας που θα μοιάζει με Soho του Λονδίνου, που θα είναι διεθνές κέντρο επιχειρηματικότητας, που θα έλκει τουρίστες από τα πέρατα της γης, που…
Ως τότε οι μετανάστες του δεύτερου κύματος ήταν ευχάριστες νότες πολυπολιτισμικότητας, απαραίτητο εξωτικό συμπλήρωμα στην urban ατμόσφαιρα οποιασδήποτε μητρόπολης διεθνούς εμβέλειας που σέβεται τον εαυτό της. Τα «πρεζάκια, οι πόρνες και οι άστεγοι» απλώς παρέμεναν αόρατοι (εκτός από τις περιπτώσεις που συσχετιζόταν με τους χώρους του πανεπιστημιακού ασύλου). Ακόμα όμως και την άνοιξη του 2008 (ναι, πριν 4 μόνο χρόνια), οι μετανάστες δεν εμφανίζονται κυρίαρχα σαν πρόβλημα για το κέντρο της Αθήνας[15] και οι υπόλοιποι «ανεπιθύμητοι» παραμένουν αντικείμενα πρόνοιας/εγκλεισμού στα πλαίσια μιας κεϋνσιανής διαχείρισης που ήδη έχει πεθάνει.
Το ζήτημα της κατάστασης στο κέντρο μπαίνει δυναμικά στην κεντρική πολιτική σκηνή μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, οπότε εισάγεται και ένα επιπλέον «πρόβλημα», αυτό των συνεχών διαδηλώσεων/καταστροφών, των κουκουλοφόρων και των απεργιών. Πλέον για το θέμα μιλάει όλο το πλέγμα των φορέων και ιδεολογικών μηχανισμών, τα Υπουργεία, ο Δήμος, τα Πανεπιστήμια, οι αρχιτέκτονες και οι καλλιτέχνες, τα ΜΜΕ και τα free press έντυπα και ομάδες «αγανακτισμένων κατοίκων» και ιδιωτικών συμφερόντων (έμποροι, μεσίτες) στους οποίους δίνεται σταθερά βήμα στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.
Για περιοχές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η περιοχή της Ομόνοιας ως την Ευρυπίδου με τα Πατήσια, το Μεταξουργείο, ο Κολωνός και ενίοτε τα Εξάρχεια, στο κέντρο της Αθήνας, σύμφωνα με τα κυρίαρχα λεγόμενα (όλων των παραπάνω με ασήμαντες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) εντοπίζονται τρία βασικά προβλήματα: α. εγκληματικότητα, φόβος και αρρώστιες για τα οποία ευθύνονται οι μετανάστες, οι πόρνες, οι συμμορίες (ενν. μεταναστών) και, από λίγο έως καθόλου, το οργανωμένο έγκλημα, β. η «έξοδος των κατοίκων», γ. κλειστές επιχειρήσεις και κενά ακίνητα για τα οποία ευθύνεται το παραεμπόριο (δηλ. οι μετανάστες), οι πορείες, οι καταστροφές και οι απεργίες (π.χ. ξενοδοχοϋπαλλήλων οι οποίοι ευθύνονται για την πτώση του τουρισμού). Αυτά τα προβλήματα επαναλαμβάνονται συστηματικά και με τις συνδηλώσεις που βάζουμε σε παρενθέσεις σχεδόν σε όλα τα άρθρα, όλες τις μελέτες, όλα τα σχέδια, όλα τα δελτία ειδήσεων.
Είναι προφανές, νομίζουμε, το πώς λειτουργεί αυτού του είδους η ανάγνωση του προβλήματος. Αρχικά, δεν γίνεται κανένας λόγος για τις ουσιαστικές αιτίες της υποβάθμισης. Για την εγκληματικότητα δεν φταίει η φτώχεια αλλά οι μετανάστες που ρέπουν στην παρανομία, για τις αρρώστιες δεν φταίει η βάρβαρη εκμετάλλευση των γυναικών, θυμάτων trafficking, και οι αντίστοιχες μαφίες, ούτε οι άθλιες συνθήκες κατοίκησης αλλά οι ίδιες οι πόρνες και οι μετανάστες. Για τις κλειστές επιχειρήσεις, την πτώση του τζίρου και του τουρισμού δεν φταίει η καπιταλιστική κρίση αλλά οι απεργοί, οι διαδηλώσεις και οι ταραχές. Για την εικόνα της πόλης δε φταίει η αναστολή οποιασδήποτε προνοιακής πολιτικής και η κατάρρευση των αντίστοιχων υπηρεσιών του Δήμου, αλλά οι άστεγοι. Από την άλλη, εμφανίζονται σαν προβλήματα όλων, καταστάσεις που είτε υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, είτε δεν αποτελούν πραγματικά προβλήματα. Η περίπτωση της «εξόδου» των κατοίκων από το κέντρο είναι μια τέτοια περίπτωση. Για παράδειγμα, η περιοχή της Ομόνοιας, έχει αδειάσει από κατοικία ήδη από τη δεκαετία του ’70. Όσο για τις υπόλοιπες «προβληματικές» περιοχές αυτές είναι κάθε άλλο παρά άδειες από κατοίκους. Είναι ασφυκτικά γεμάτες. Το αν αυτοί που κατοικούν σε αυτές δεν αρέσουν σε κάποιους, αυτό είναι άλλης τάξης ζήτημα.
Με λίγα λόγια, στοχοποιούνται συγκεκριμένα υποκείμενα εκεί που οι αιτίες είναι δομικά προβλήματα και συγκεκριμένες πολιτικές. Και αντίστοιχα διαμορφώνονται και οι λύσεις στα προβλήματα που διατυπώνονται με αυτόν τον τρόπο. Αφού όλη η ευθύνη ανήκει στα άτομα, όποιος δεν τα καταφέρνει τον σπάμε στο ξύλο και τον πάμε μέσα. Που να ασχολείσαι με κοινωνικές πολιτικές και προνοιακές υποδομές. Άλλωστε, που λεφτά για τέτοια. Τα μόνα που μας περισσεύουν τα δίνουμε για να μην κόψουμε τους μισθούς των «μάχιμων αστυνομικών».
Οι λύσεις, λοιπόν, που προτείνονται ομαδοποιούνται σε δύο κατηγορίες: α. καταστολή: αστυνομικός έλεγχος και «καθαρισμός» του κέντρου, πάταξη παραεμπορίου, «ρύθμιση» πορειών και β. «αναπτυξιακά» κίνητρα: οικονομικά κίνητρα σε νέους κατοίκους, αναπλάσεις δημόσιων χώρων, κίνητρα για επενδύσεις.
Η αλήθεια είναι πως με μια πρώτη ματιά, πρόκειται για όλο το πλέγμα δράσεων που ενθαρρύνει το gentrification μιας περιοχής, ακριβώς όπως έχει γίνει πολλές φορές σε πόλεις του εξωτερικού. Με τη διαφορά που επισημάναμε σε προηγούμενο σημείο του κειμένου: όλα αυτά γίνονται σε περιβάλλον κρίσης. Δηλαδή, δεν υπάρχουν χρήματα για οικονομικά κίνητρα σε νέους κατοίκους, ούτε για αναπλάσεις, ούτε για να δοθούν ως κίνητρα σε επιχειρήσεις[16]. Τι μένει άρα; Σωστά μαντέψατε.
Τέλος, μια παρέκβαση για την «γκετολογία». Ο όρος γκέτο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις διάφορες περιοχές της Αθήνας (και που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν κατά κόρον για τα Εξάρχεια-άβατο) έχει συγκεκριμένες ιστορικές συνδηλώσεις. Χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ για τις περιοχές των μαύρων και λατίνων όπου «δεν μπορεί να πάει η αστυνομία», λόγω της «ανομίας» των κατοίκων. Πρόκειται για περιοχές που έχουν τεθεί εκτός ή στα όρια του νόμου. Για τις περιοχές αυτές ο ρόλος του κράτους είναι ένας: να τις επαναφέρει εντός της τάξης, να τις κανονικοποιήσει. Η κανονικοποίηση αυτή έγινε τότε με όρους ακραίας καταστολής. Προκειμένου για περιοχές σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το κράτος πρέπει να λάβει εξαιρετικά μέτρα (…ο χαρακτήρας του επείγοντος…). Για άλλη μια φορά, όλα τα προβλήματα υποβάθμισης φορτώνονται στους κατοίκους (ή σε κάποιους κατοίκους) και μετατρέπονται σε προβλήματα δημόσιας τάξης. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι πολλές. Στοχοποιούνται περιοχές και ενισχύεται η τάση υποβάθμισης και επιθυμίας εξόδου και άλλων κατοίκων, εντείνεται η καταστολή με εκκαθαρίσεις και εκτοπίσεις μεταναστών (π.χ. στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), και δικαιολογούνται μεταφορές πόρων και νομοθετικές ρυθμίσεις-εξαιρέσεις (π.χ. fast track επενδύσεις) σε όφελος κεφαλαίων που σε κάποια φάση θα θελήσουν να επενδύσουν στην περιοχή. Μπορεί να μη συμβαίνουν όλα αυτά (κάποια συμβαίνουν) στις συνοικίες του κέντρου, αλλά το ιδεολογικό οπλοστάσιο εμπλουτίζεται για να είναι έτοιμο σε περίπτωση που χρειαστεί…
Κράτος
Όντας το «κόμμα του κεφαλαίου», το καπιταλιστικό κράτος διαμεσολαβεί όλους τους τομείς της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, λέγοντας πως συμβιβάζει αντιτιθέμενα συμφέροντα με βάση το «γενικό καλό», αποκρύπτοντας την ταξική του φύση. Η πόλη είναι ο τρόπος και ταυτόχρονα το βασικό αποτέλεσμα στο χώρο της οργάνωσης της παραγωγής και της αναπαραγωγής της κοινωνίας. Έτσι, το κράτος παρεμβαίνει στην οργάνωση του χώρου της πόλης και αυτό το κάνει σχεδιάζοντας, νομοθετώντας, καταστέλλοντας και κάποιες φορές κατασκευάζοντας. Στην τελευταία περίπτωση, κοινωνικοποιεί ένα μέρος του κόστους της αρχικής επένδυσης που δεν μπορεί ή δεν θέλει να αναλάβει το ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. την κατασκευή μεταφορικών υποδομών, το κόστος των οποίων μεταφέρεται στην κοινωνία, αλλά τα οφέλη είναι δυσανάλογα μεγαλύτερα για το ιδιωτικό κεφάλαιο ή την υλοποίηση αναπλάσεων δημόσιων χώρων με δημόσιο χρήμα ώστε να δημιουργηθεί το υπόβαθρο για το gentrification από το οποίο θα κερδίσουν συγκεκριμένες μερίδες ή μεμονωμένα κεφάλαια).
Στην Ελλάδα, ιστορικά η εμπλοκή του κράτους στην παραγωγή του χώρου της πόλης υπήρξε περιθωριακή, υπήρξε δηλαδή λίγο πολύ μια σχεδιασμένη μη παρέμβαση. Οι πόλεις διαμορφώθηκαν στο μεγαλύτερο βαθμό στη βάση της μικροϊδιοκτησίας και από το μικρό κατασκευαστικό κεφάλαιο σε διαπλοκή με τον κρατικό μηχανισμό, με τη μορφή κυκλωμάτων από υπαλλήλους πολεοδομίας-αστυνομικούς-δικαστές κλπ που φρόντιζαν να διασφαλίζεται η συνέχεια των «παράνομων» πρακτικών με την ανοχή φυσικά όλων των ανώτερων βαθμίδων διοίκησης. Σε αντίθεση με τις πόλεις των πιο «προηγμένων» δυτικών κρατών αλλά και των πρώην σοσιαλιστικών, όπου η παρέμβαση του κράτους υπήρξε καθοριστική τόσο στο σχεδιασμό των πόλεων, όσο και στην παραγωγή κατοικίας, το ελληνικό κράτος περιόρισε τη δραστηριότητά του στην κατασκευή των υποδομών και των δημόσιων χώρων.
Τι κάνει όμως τα τελευταία χρόνια το κράτος σε σχέση με τον εξευγενισμό του κέντρου; Στο επίπεδο της νομοθεσίας, πριν λίγους μήνες ψηφίστηκε ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός. Ο οικοδομικός κανονισμός είναι ο νόμος που προβλέπει τι και πώς μπορείς να χτίσεις σε κάθε σημείο της χώρας. Μια πρόβλεψη που ίσως μας ενδιαφέρει εδώ, είναι αυτή για ενός είδους υπερ-αντιπαροχή. Κάποιος που έχει στην κατοχή του κάποια διπλανά κτίρια και οικόπεδα μπορεί να τα γκρεμίσει, να ενώσει τα οικόπεδα και να χτίσει ένα νέο κτίριο, με περισσότερα τετραγωνικά και ύψος από αυτά που επιτρεπόταν ως τώρα. Πρόκειται για ένα οικονομικό κίνητρο (η αύξηση των συντελεστών δόμησης-άρα και της δυνατότητας για παραγωγή υπεραξίας από την οικοδόμηση) για την ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην Ελλάδα (όλη η χώρα έτσι χτίστηκε!), απλά τώρα η κλίμακα γίνεται πολύ μεγαλύτερη. Δεν γνωρίζουμε αν στο κέντρο υπάρχουν περιπτώσεις που να αντιστοιχούν στη ρύθμιση αυτή, αν δηλαδή έχουν έρθει στην κατοχή κάποιων πολλά κτίρια ενός οικοδομικού τετραγώνου ή αν αυτό συμβαίνει στην περιφέρεια της πόλης ή, ακόμα, αν πρόκειται απλά για μια ρύθμιση που υπακούει στη λογική ότι αφού η αντιπαροχή λειτούργησε για 40 χρόνια, γιατί να μην ξαναμπεί μπροστά η μηχανή, απλά αυτή τη φορά αντί να γκρεμίζει σπιτάκια και να χτίζει πολυκατοικίες, να γκρεμίζει πολυκατοικίες και να χτίζει ουρανοξύστες. Παρ’ όλα αυτά η νομοθεσία πλέον υπάρχει, αν υπάρχει κάποιος επενδυτής που να θέλει να αγοράσει ακίνητα που έχουν απαξιωθεί σημαντικά και να χτίσει στη θέση τους ένα νέο στο οποίο θα στεγαστούν «ανώτερες» χρήσεις.
Πέρα από το παραπάνω, εδώ και δύο-τρία χρόνια υπάρχει ένα όργιο παραγωγής μελετών και σχεδιασμών για το κέντρο από μια πληθώρα κρατικών φορέων και σε διάφορες κλίμακες. Σχέδια για παρεμβάσεις και δράσεις έχουν εκπονήσει, ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, μια επιτροπή της Βουλής με πρωτοβουλία του πρώην ΥΠΡΟΠΟ, ο Συνήγορος του Πολίτη και ο Δήμος.[17] Φυσικά όλα αυτά τα σχέδια έχουν την τύχη που είχαν πάντα τα σχέδια του κράτους για τις πόλεις και την πόλη της Αθήνας: σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για διακήρυξη προθέσεων. Βέβαια, το να διαβάζεις τις προθέσεις κάποιου έχει πάντα τη σημασία του. Και οι προθέσεις, διατυπωμένες με μικρές διαφοροποιήσεις στην έμφαση ανάλογα με τον φορέα που μιλάει, είναι κοινές και είναι αυτές που είπαμε και σε άλλο σημείο του κειμένου: επανακατοίκηση του κέντρου, αποκατάσταση της τάξης και του αισθήματος ασφάλειας, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και αποκόμιση υπεραξίας από τη δραστηριοποίηση στη νέα ζωή του κέντρου.
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι το γεγονός ότι ενώ οι σχεδιασμοί για την πόλη τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στόχευαν ή έλεγαν πως στόχευαν στη βελτίωση της «ποιότητας ζωής», τώρα γίνονται πλέον εργαλεία που βλέπουν την πόλη σαν πόρο προς αξιοποίηση. Ο βασικός στόχος είναι να χρησιμοποιηθεί η πόλη για οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για τη νεοφιλελεύθερη στροφή στο πεδίο της πολεοδομίας στα πλαίσια της οποίας τοποθετείται σαν προνομιακός συνομιλητής και παίκτης ο ιδιωτικός τομέας. Έτσι, η σχεδιαστική διαδικασία (που προφανώς περιλαμβάνει και το πού θα κατευθυνθούν οι αντίστοιχοι οικονομικοί πόροι) και η αντίστοιχη εξουσία του σχεδιασμού συμπυκνώνεται μέσα στο τρίγωνο κεντρική κυβέρνηση – ιδιώτες επενδυτές – ειδικοί/επιστήμονες. Κομβικοί ως προς τη συγκρότηση και εμπέδωση αυτού του τριγώνου υπήρξαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των οποίων η εξουσία του σχεδιασμού συγκεντρώθηκε ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση, τη ΔΟΕ και τις κατασκευαστικές[18] με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα όσον αφορά στη σπατάλη χρήματος και χώρου.
Στο περιβάλλον της κρίσης, η ανάγκη (του κεφαλαίου) για αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων μπορεί να λάβει τον χαρακτήρα του επείγοντος. Έτσι, με την προϋπόθεση ότι διαμορφώνονται οι συνθήκες για την αποκόμιση σημαντικού κέρδους από κάποιου είδους επένδυση σε ακίνητα, το κράτος τρέχει να συνεπικουρήσει στην αξιοποίηση με έκτακτα μέτρα όπως είναι οι fast track διαδικασίες και οι κατά παρέκκλιση ρυθμίσεις. Τέτοιες είναι οι διαδικασίες που έχουν δρομολογηθεί για το πρώην αεροδρόμιο στο Ελληνικό και φυσικά τίποτα δεν εμποδίζει να ακολουθηθεί η ίδια τακτική για περιοχές του κέντρου αν χρειαστεί. Βέβαια, αυτές οι προοπτικές εξασφάλισης κερδών από επενδύσεις στα ακίνητα είναι σήμερα πενιχρές, αφού ο κλάδος έχει δεχτεί σοβαρά πλήγματα και μάλιστα το σκάσιμο της σχετικής οικοδομικής φούσκας πυροδότησε την τρέχουσα κρίση. Έτσι, η δραστηριότητα του κράτους περιορίζεται στην άλλη δέσμη μέτρων έκτακτης ανάγκης, την κατασταλτική.
Και όντως, είναι ολοφάνερο, πως η μόνη συνεπής κρατική πολιτική στο κέντρο της πρωτεύουσας, είναι η διαρκής ένταση και εξάπλωση της καταστολής. Στόχο της αποτελούν κατά βάση οι μετανάστες και οι διαδηλωτές. Τα επίπεδα βίας τα οποία επιστρατεύει η αστυνομία, είτε κατά τη διάρκεια των μεγάλων διαδηλώσεων, είτε σε καθημερινό επίπεδο στον πόλεμο εναντίον των μεταναστών, αντιστοιχούν σε «μη πολεμικές στρατιωτικές  επιχειρήσεις»[19]. Πέρα, όμως από τη διαρκή αύξηση της έντασης της καταστολής, τη στρατιωτικοποίηση των μεθόδων της και την εγκαθίδρυση ενός είδους πανταχού παρουσίας της αστυνομίας στο δημόσιο χώρο, επιχειρείται η επικουρική ενεργοποίηση του υγειονομικού μηχανισμού καθώς και του αντίστοιχου λόγου περί δημόσιας υγείας. Η πρώτη μεγάλης έκτασης επιχείρηση αυτού του είδους υπήρξε αυτή ενάντια στις μετανάστριες πόρνες φορείς του AIDS, όπου κάθε είδους παραβίαση δικαιωμάτων δικαιολογούνταν από το «επείγον» της «υγειονομικής βόμβας» που ήταν έτοιμη να σκάσει.[20] Έτσι, μηχανισμοί του (σε προηγούμενη φάση) κράτους πρόνοιας μεταστρέφονται για να μπουν στην υπηρεσία της καταστολής.
Κεφάλαιο
Αν το κράτος καταστέλλει, και δημιουργεί τις νομικές προϋποθέσεις για το gentrification, τι κάνει ο άμεσα ενδιαφερόμενος, δηλαδή το κεφάλαιο; Πριν μιλήσουμε για τις κινήσεις του κεφαλαίου πρέπει να επισημάνουμε πως οι επενδύσεις που γίνονται ή πρόκειται να γίνουν ή μπορούν να γίνουν στο κέντρο της πόλης είναι πολύ μικρότερες σε σχέση με αυτές που λαμβάνουν χώρα στην περιφέρεια της πόλης. Για παράδειγμα, ακόμα και η αναζωογόνηση του εμπορίου σε ολόκληρο το εμπορικό τρίγωνο μπορεί να ισοδυναμεί ως οικονομικό μέγεθος με την ανάπτυξη ενός μεγάλου εμπορικού κέντρου σε κάποιο από τα όρια του Πολεοδομικού Συγκροτήματος. Η λειτουργία ενός mall στην περιφέρεια της πόλης, όμως, επηρεάζει σαφώς την εμπορική λειτουργία του κέντρου, αφού έλκει αλλού πελάτες. Αντίστοιχο παράδειγμα μπορούμε να βρούμε για την ανέγερση κατοικιών. Με λίγα λόγια το κεφάλαιο θα δημιουργήσει το χώρο για να αναπτυχθεί όποτε το χρειαστεί, παρακάμπτοντας διάφορα εμπόδια που μπορεί να συναντά. Αυτά για να αξιολογηθεί ως προς τη σημαντικότητά του το οικονομικό μέγεθος «gentrification του κέντρου».
Από την άλλη, πρέπει να ομολογήσουμε την αδυναμία μας να γνωρίζουμε σε ικανοποιητικό βαθμό τις σχετικές κεφαλαιακές κινήσεις, λόγω και του αντικειμενικά χαοτικού τρόπου με τον οποίο αυτές γίνονται στα πλαίσια της «οικονομίας της αγοράς», δηλαδή, του καπιταλισμού. Έτσι, σε αυτό το τμήμα του κειμένου θα μιλάμε με ενδείξεις.
Βασικοί επενδυτές που εμφανίζονται να ενδιαφέρονται και να κινούνται στις διάφορες περιοχές του κέντρου είναι από τη μια το κατασκευαστικό κεφάλαιο[21] σε συσχέτιση με το τραπεζικό (δουλειά του οποίου είναι να διοχετεύει το συσσωρευμένο κεφάλαιο στους τομείς με μεγαλύτερη κερδοφορία) και από την άλλη το εφοπλιστικό κεφάλαιο που δραστηριοποιείται παράλληλα σε δραστηριότητες όπως τα ξενοδοχεία, το εμπόριο και φυσικά τα ΜΜΕ. Η μικροϊδιοκτησία και το μικρό κεφάλαιο που σε άλλες εποχές εγκωμιάζονταν ως προς την αναπτυξιακή τους δυνατότητα και τη σταθεροποιητική τους λειτουργία, εμφανίζονται σήμερα για πολλές από τις περιοχές του κέντρου σαν εμπόδια στην περεταίρω ανάπτυξη, αφού δυσχεραίνουν την απαραίτητη συγκέντρωση ακινήτων. Τα μικρά κεφάλαια απουσιάζουν από την όποια σχετική οικονομική διεργασία, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο και με κάποιους από τους υφιστάμενους μικροϊδιοκτήτες, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αναλάβει ρόλους-κλειδιά όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Οι επενδύσεις ή καλύτερα τα σύνολα επενδυτικών πρακτικών που γίνονται διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με την περιοχή, παρ’ όλο που, όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, τόσο ο κυρίαρχος λόγος όσο και οι κρατικοί σχεδιασμοί και δράσεις ενοποιούν όλες τις περιοχές κάτω από μια κοινή ατζέντα.
Πιο συγκεκριμένα και ξεκινώντας από την περιοχή για την οποία γίνεται ο περισσότερος λόγος, αυτή της Ομόνοιας (Γεράνι και τμήμα του Μεταξουργείου): Εκεί δεν υπάρχουν έλληνες κάτοικοι ήδη εδώ και πολλές δεκαετίες, ενώ κάποια από τα άδεια κτίρια ανά φάσεις έχουν καταληφθεί από μετανάστες για τη στέγασή τους και στη συνέχεια έχουν εκκενωθεί. Η περιοχή σφύζει από ζωή κατά τη διάρκεια της ημέρας, αφού εκεί λειτουργούν δεκάδες καταστήματα κυρίως μεταναστών αλλά και ντόπιων, ενώ το βράδυ μετά τις πρόσφατες αστυνομικές επιχειρήσεις οι δρόμοι της περιοχής ουσιαστικά εκκενώνονται. Η παρουσία των μεταναστών σε μεγάλες πυκνότητες είναι αυτή που, όπως είδαμε, σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο αποτελεί το μέτρο της υποβάθμισης της περιοχής και η οποία δικαιολογεί την αστυνομική διαχείριση των ανθρώπων που κινούνται στην περιοχή. Σε αυτό το περιβάλλον, έχουν κατά καιρούς κάνει την εμφάνισή τους δημοσιεύματα που θέλουν μεγαλοεπενδυτές να αγοράζουν ακίνητα των οποίων η αξία έχει υποτιμηθεί σημαντικά και να τα διατηρούν άδεια από χρήσεις. Η αχρησία αυτή απαξιώνει περεταίρω την περιοχή δημιουργώντας επιπλέον πτώση των τιμών και νέες ευκαιρίες για αγορές. Υπάρχει μια στάση αναμονής για μια μελλοντική αναβάθμιση της περιοχής (όταν υπάρξουν οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες που αναλύθηκαν στην αρχή του κειμένου) οπότε και λογικά θα υπάρξει είτε ανακατασκευή του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος για να φιλοξενηθούν οι «ανώτερες χρήσεις», είτε γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο σύμφωνα με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό[22].
Όσον αφορά στην περιοχή του Μεταξουργείου, εδώ ίσως έχουμε να κάνουμε με την πιο by-the-book προσπάθεια για gentrification στην Αθήνα. Μια κεντρική περιοχή με πολλά άδεια κτίρια (κυρίως παλιά ισόγεια, αφού οι πολυκατοικίες έχουν κατοίκους), στην οποία γίνεται ένας διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την υλοποίηση ενός πρότυπου συγκροτήματος κατοικιών (κτιρίου-«συμβόλου»), χωροθετούνται «υψηλές» πολιτιστικές χρήσεις (εθνικό θέατρο, δημοτική βιβλιοθήκη και πινακοθήκη-στη θέση κατειλημμένου κτιρίου από αναρχικούς που εκκενώνεται), οι καλλιτέχνες και οι εναλλακτικοί ανακαλύπτουν την κρυμμένη γειτονιά και τελικά εμφανίζεται και ο επενδυτής. Κάποιος[23] με συσσωρευμένο κεφάλαιο αγοράζει καμιά πενηνταριά ακίνητα στην περιοχή, ενώ χρηματοδοτεί μια ΜΚΟ-με-στόχο-την-αναβάθμιση-της-γειτονιάς και την καλλιτεχνική δράση ReMap κάθε δυο χρόνια. Φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα πλέγμα δράσεων το οποίο στοχεύει στη δημιουργία συμβολικού κεφαλαίου για την περιοχή, το οποίο θα μπορούσε να προσελκύσει τους νέους κατοίκους της μεσαίας τάξης οι οποίοι αποτελούν το αγοραστικό κοινό της «εξευγενισμένης» περιοχής. Όλα αυτά αν το σχέδιο δε σκόνταφτε στην κρίση.
Το Γκάζι, τώρα, το οποίο αποτελεί και την περίπτωση gentrification η οποία έχει προχωρήσει και ωριμάσει πιο πολύ, μπορεί να μας δώσει κάποιες ενδείξεις για τις τάσεις της αγοράς κατοικίας του συγκεκριμένου είδους. Το υπόβαθρο για το gentrification της περιοχής τέθηκε από μια σειρά δημόσιων επενδύσεων στην περιοχή. Αρχικά η χωροθέτηση της Τεχνόπολης στον χώρο του παλιού εργοστασίου και έπειτα η κατασκευή του σταθμού του Μετρό και η ανάπλαση της πλατείας που τη συνόδευσε έδωσαν το έναυσμα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν, οι περισσότεροι παλιοί κάτοικοι έφυγαν μην μπορώντας να ανταπεξέλθουν στα υψηλότερα ενοίκια, χιλιάδες διασκεδαστήρια ξεφύτρωσαν ενώ στη θέση παλιών σπιτιών και άδειων οικοπέδων χτίστηκαν νέες πολυκατοικίες με διαμερίσματα τύπου loft. Και ενώ σήμερα η σχετική βιομηχανία της διασκέδασης συνεχίζει να ανθεί στην περιοχή (είναι ο πιο “in” νυχτερινός προορισμός) δεν μπορεί να πει κάποιος το ίδιο για τις αντίστοιχες επενδύσεις που έγιναν σε κατοικίες. Πολλά από τα loft παραμένουν ως και σήμερα απούλητα και οι τιμές τους σημειώνουν πτώση διαψεύδοντας τις προσδοκίες των σχετικών επενδυτών.
Τέλος, στις υπόλοιπες περιοχές του κέντρου οι κινήσεις του κεφαλαίου είναι περιορισμένες ενώ είναι άλλες οι διεργασίες που κυριαρχούν. Για παράδειγμα στα Πατήσια δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια κίνηση για συγκέντρωση ακίνητης ιδιοκτησίας. Ενώ η προσφορά έχει αυξηθεί και οι τιμές έχουν πέσει, η ζήτηση προέρχεται κυρίως από μετανάστες και δε φαίνεται να υπάρχουν μαζικές αγορές ακινήτων από συγκεκριμένα κεφάλαια. Παρ’ όλα αυτά η κεντρικότητα που έχει λάβει η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στη συζήτηση για το κέντρο της Αθήνας, μας κάνει να υποψιαστούμε πως τα περί αναβάθμισης προσπαθούν να καλύψουν άλλες σημαντικότερες διεργασίες που εξελίσσονται στην κοινωνική βάση της περιοχής.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως, ανάλογα πάντα με την περίπτωση για την οποία μιλάμε, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για επενδυτικές τάσεις σε διάφορες περιοχές του κέντρου, οι οποίες όμως μέσα στο περιβάλλον της κρίσης πλήττονται από παράλληλες τάσεις αποεπένδυσης και πτώσης αξιών. Όπως και να έχει όμως, και δεδομένης της μεγάλης ευκολίας διοχέτευσης, μέσω των χρηματαγορών, συσσωρευμένων κεφαλαίων που ψάχνονται, από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, οι επενδυτικές πιέσεις μπορεί να γίνουν ιδιαίτερα μεγάλες στην περίπτωση ενός νέου γύρου οικονομικής ανάκαμψης.
«Κοινωνία των πολιτών»
Πέρα από το κράτος και το κεφάλαιο, δρουν στο κέντρο της Αθήνας και μια σειρά από ομαδοποιήσεις και οργανώσεις οι οποίες εμφανίζονται κυρίαρχα να αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, ανθρώπους οι οποίοι αποφάσισαν σαν «ενεργοί πολίτες», να κάνουν κάτι για αυτή. Διακρίνουμε τρεις βασικές μορφές που θεωρούμε τις πιο σημαντικές. Πρώτα, η πιο οργανωμένη μορφή, αυτή των ΜΚΟ και των διαφόρων ιδρυμάτων, έπειτα των χαλαρών εθελοντικών οργανώσεων τύπου Atenistas ή κάποιων καλλιτεχνικών ομάδων και τέλος των διαφόρων «επιτροπών (αγανακτισμένων) κατοίκων».
Οι ΜΚΟ και τα κοινωφελή ιδρύματα, όπως το Ίδρυμα Ωνάση, το οποίο έτρεξε τον πρόσφατο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, εμφανίζονται να λαμβάνουν μία θέση στο τρίγωνο κεντρική κυβέρνηση – ιδιώτες επενδυτές – ειδικοί/επιστήμονες εντός του οποίου, όπως είδαμε τείνει να συγκεντρωθεί η εξουσία του σχεδιασμού για την πόλη. Μια ΜΚΟ μπορεί να πάρει στο τρίγωνο τη θέση του ιδιώτη, όπως π.χ. συμβαίνει στο Μεταξουργείο όπου η ΜΚΟ, «ΚΜ-Πρότυπη Γειτονιά», αποτελεί απλή βιτρίνα του επενδυτή, είτε να πάρει τη θέση του ειδικού, κάνοντας διαγωνισμούς, διορίζοντας επιτροπές αξιολόγησης και αποφασίζοντας τι θα υλοποιηθεί, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ιδρύματος Ωνάση. Χωρίς να έχουμε κάποια αυταπάτη για τη δυνατότητα να υπάρχει πραγματικά δημοκρατικός σχεδιασμός του χώρου της πόλης στα πλαίσια της σημερινής κοινωνίας, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια αντιδημοκρατική στροφή στην εξέλιξη αυτή. Επίσης, αναδεικνύεται το πώς η ενεργοποίηση της περιβόητης «κοινωνίας των πολιτών», που υποτίθεται αποτελεί ένδειξη καλής δημοκρατικής λειτουργίας, οδηγεί τελικά σε αυταρχικοποίηση των θεσμών.
Αντίστοιχα λειτουργεί και η δράση των εθελοντικών οργανώσεων όπως είναι οι Atenistas ή άλλες μικρότερης εμβέλειας αντίστοιχες ομάδες, καθώς και κάποιες καλλιτεχνικές ομάδες. Οι πρώτες, με  παρεμβάσεις που επικεντρώνουν στην εικόνα της πόλης, όπως σβήσιμο συνθημάτων, ξύσιμο τσιχλών από τα πεζοδρόμια ή δενδροφυτεύσεις άδειων οικοπέδων στα οποία δεν πατάει κανείς, εκτός από το να αποπροσανατολίζουν από τις αιτίες της υποβάθμισης, ενισχύουν τα κυρίαρχα επιχειρήματα περί βρώμικης πόλης η οποία χρήζει καθαρισμού και παρέμβασης των υγειονομικών μηχανισμών. Σε άλλη περίπτωση, μπορεί απλά να παίζουν το ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» που δίνει δημοκρατικό άλλοθι στα επιχειρηματικά σχέδια κάποιου, όπως συνέβη με τη συνεργασία των Atenistas με τη ΜΚΟ του Τσάκωνα στο Μεταξουργείο και το φύτεμα των οικοπέδων. Από την άλλη, οι καλλιτέχνες παίζουν και εδώ, (κυρίως στην περίπτωση του Μεταξουργείου με τα ReMap) το ρόλο του δούρειου ίππου της μεσαίας τάξης, όπως έχει συμβεί σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Το ότι οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες δεν αντιλαμβάνονται σε τι συμμετέχουν, απλά δείχνει την αφέλειά τους ή, απλά, την επιθυμία τους να γίνουν γνωστοί και να βγάλουν λεφτά.
Αφήσαμε για το τέλος τη σημαντικότερη κατά τη γνώμη μας μορφή οργάνωσης της «κοινωνίας των πολιτών», αυτή των φασιστικών επιτροπών κατοίκων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον μικροϊδιοκτήτη ο οποίος πλέον εμφανίζεται σαν μαινόμενος μικροαστός έτοιμος για δράση. Είδαμε και παραπάνω πώς η μικροϊδιοκτησία εμφανίζεται σήμερα σαν εμπόδιο για την αναβάθμιση του κέντρου.  Οι ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος από αναπτυξιακό υποκείμενο των προηγούμενων δεκαετιών τώρα εμπλέκονται στην αγορά ακινήτων των περιοχών όπου ευδοκιμεί το είδος «αγανακτισμένος κάτοικος», είτε σαν πωλητές-όσο-όσο των διαμερισμάτων τους, είτε σαν εκμισθωτές σε μετανάστες των σπιτιών τους, είτε απλά σαν ιδιοκτήτες οι οποίοι βλέπουν την αξία των ακινήτων τους να πέφτει λόγω της γενικότερης υποβάθμισης αλλά και της τρέχουσας κρίσης.  Σαν εκμισθωτές έχουν κέρδος ευθέως ανάλογο με τον αριθμό των μεταναστών που μπορούν να στοιβάξουν σε ένα διαμέρισμα και αντιστρόφως ανάλογο της συντήρησης που του κάνουν.[24] Σαν παλιοί κάτοικοι που βλέπουν τις περιουσίες τους να χάνουν την αξία τους, με ανύπαρκτες δυνατότητες να κάνουν κάτι ουσιαστικό για αυτό και ταυτόχρονα γαλουχημένοι επί εικοσαετίας με τα περί κοινωνικής ανόδου -πίστης στην ιδιοκτησία και την ασφάλειά της-, στρέφονται απευθείας ενάντια στους μετανάστες στους οποίους φορτώνουν τις ευθύνες. Ο λόγος τους εμπεριέχει όλα τα στερεότυπα περί υποβάθμισης της πόλης που αναλύσαμε παραπάνω, αλλά η δράση τους έχει μια ιδιαιτερότητα: ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές διαμεσολαβήσεις ώστε να καταλήξουμε από τα λόγια-σχέδια-προγράμματα στην καταστολή, εδώ η σύνδεση γίνεται άμεσα και στην καθαρή της μορφή. Δηλαδή, υποβάθμιση στα Πατήσια; πογκρόμ στους μετανάστες. Υποβάθμιση στον Ελαιώνα; εισβολές και μαχαιρώματα σε σπίτια μεταναστών κλπ.
Το ότι οι φασιστικές επιτροπές κατοίκων δρουν με τη βοήθεια των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, των χρυσαυγιτών και άλλων οργανωμένων φασιστών, της μαφίας της εκάστοτε περιοχής και φυσικά προβάλλονται προνομιακά από τα ΜΜΕ, δεν αποτελεί και κανένα μυστικό. Η διασύνδεση όλων αυτών των μηχανισμών δείχνει, όμως, αν μη τι άλλο κοινές στοχεύσεις.
Παρόν και μέλλον
Που καταλήγουν λοιπόν τα παραπάνω; Που συγκλίνουν οι διαφορετικές διαδικασίες που συμβαίνουν σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας; Κατ’ αρχήν. νομίζουμε πως είναι ξεκάθαρο πως αυτό που συμβαίνει δεν είναι gentrification. Και αυτό παρ’ όλο που η κρίση, όπως άλλωστε γίνεται και σε όλους τους τομείς της οικονομίας, εργάζεται για την προετοιμασία του επόμενου κύκλου συσσώρευσης και άρα επαναδημιουργεί τις προϋποθέσεις για σχετικές μελλοντικές επενδύσεις όταν και εάν υπάρξει οικονομική ανάκαμψη. Υπό αυτή την έννοια, όσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή αξιών που συμβαίνει σήμερα στο κέντρο τόσο πιο κερδοφόρες θα είναι οι αντίστοιχες επενδύσεις στο μέλλον. Μέχρι τότε οι μεσοαστοί θα μείνουν στα προάστιά τους.
Το δεύτερο που ανακαλύπτουμε είναι πως υπάρχει μια συστηματική διαπλοκή του λόγου για την πόλη με το λόγο για τη δημόσια τάξη. Τα προβλήματα της πόλης μετατρέπονται σε προβλήματα δημόσιας τάξης στα πλαίσια της κυρίαρχης προπαγάνδας. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ποικιλία διαδικασιών γύρω από το gentrification στις διάφορες περιοχές της Αθήνας και την ενότητα του κυρίαρχου λόγου γύρω από αυτές, μας δείχνει πως το θέμα είναι αλλού. Ο λόγος περί υποβάθμισης-αστυνομικής λύσης δεν προετοιμάζει το έδαφος για το gentrification -όχι μόνο- αλλά κάνει κάτι πολύ σημαντικότερο. Αποκρύπτει τις πραγματικές αιτίες της υποβάθμισης και των προβλημάτων, δηλαδή, τη φτώχεια, τον αποκλεισμό, το ρατσισμό και εν τέλει όλο το πλέγμα των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας, και τα αντιμετωπίζει σαν προβλήματα δημόσιας τάξης, που χρήζουν καταστολής. Σκοπός δεν είναι –σε αυτή τη φάση- η απομάκρυνση κάποιων ανεπιθύμητων κατοίκων από το κέντρο και η αντικατάστασή τους από άλλους επιθυμητούς. Σκοπός είναι ο έλεγχος των ανεπιθύμητων.
Το ότι το κέντρο της Αθήνας έχει γίνει εμβληματικό ως προς τη σημασία του στην κεντρική πολιτική σκηνή σήμερα και ότι οτιδήποτε γίνεται εκεί πρέπει να φαίνεται σε όλη τη χώρα, έχει αυτό το νόημα: Η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης θα γίνεται μόνο με όρους καταστολής˙ η πόλη σαν κοινωνικός χώρος της παραγωγής και της αναπαραγωγής, σαν ο χώρος που εκδηλώνονται οι αντιφάσεις και τα προβλήματα, θα είναι το πεδίο αυτής της καταστολής και αυτές οι αντιφάσεις και τα προβλήματα θα βαφτίζονται ως αιτίες της. Ενώ ο κυρίαρχος λόγος εργάζεται για την ιδεολογική εμπέδωση των παραπάνω, η καταστολή αποτελεί ήδη μια υλικότατη πραγματικότητα.
Το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που εγκαθιδρύθηκε αρχικά στην περιοχή γύρω από την Ομόνοια, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ήδη απλωθεί.[25] Περιοχές ολόκληρες τίθενται εκτός νόμου, ώστε το κράτος να εμφανίζεται σαν να πρέπει να βγει και αυτό εκτός νόμου, για να τις επαναφέρει, να τις κανονικοποιήσει. Αυτό που κάνει, όμως, είναι να διευρύνει συνεχώς την «εκτός νόμου» επικράτεια.
Η «λύση» για το κέντρο της Αθήνας θα είναι η λύση για όλη την επικράτεια.
Η αρχική άγρια επίθεση στους μετανάστες αποτελεί χτύπημα στο πιο αδύναμο κομμάτι της εργατικής τάξης και ταυτόχρονη διαχείρισή του. Η επίθεση φυσικά και δε θα σταματήσει σε αυτούς, αλλά στοχεύει στην «αστυνομική» διαχείριση της εργασίας όλης της κοινωνίας. Η επίθεση δε θα σταματήσει αν δεν τη σταματήσουμε.
1. Επιλέγουμε τη χρήση του όρου στην αγγλική γλώσσα θεωρώντας ότι απόπειρες μετάφρασής του στα ελληνικά, με επικρατέστερο τον όρο «εξευγενισμός», είναι μάλλον αποτυχημένες καθώς δεν αποδίδουν με σαφήνεια την σημασία του όρου «gentrification», ο οποίος προέρχεται τη λέξη gentry που αφορά την αγγλική ταξική διαστρωμάτωση και αναφέρεται στους ευγενείς της Αγγλικής υπαίθρου που βρίσκονται κατώτερα στην κοινωνική ιεραρχία από τους κατεξοχήν ευγενείς του παλατιού, αν και σήμερα μπορεί να αφορά εν γένει σε ανθρώπους υψηλότερης κοινωνικής τάξης. Ωστόσο στην ελληνική γλώσσα, η μετάφραση του όρου «εξευγενισμός» παραπέμπει σε εντελώς διαφορετική σημασία καθώς υποδηλώνει το ευγενές και όχι τους ευγενείς, οι οποίοι άλλωστε ως τέτοιοι δεν υπήρξαν ποτέ στην ελληνική κοινωνία. Μάλλον ο γαλλικός όρος, embourgoisement, είναι πιο κατάλληλος για την ελληνική περίπτωση καθώς υποδηλώνει μια μετακίνηση της αστικής τάξης, αλλά μια μετάφρασή του πάλι θα έπεφτε σε παρερμηνείες μεταξύ της αστικής τάξης και του αστικού χώρου.
2. βλ. Glass, R. (1964) «Aspects of Change», in “London: Aspects of Change”
3. βλ. Smith, N. (1996) “The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City”
4. βλ. Harvey D. (1982), The Limits to Capital
5. βλ. Hamnett, C. (1991) “The blind men and the elephant: the explanation of gentrification”, Munt, I. (1987) “Economic restructuring, culture, and gentrification: a case study in Battersea, London”, Ley, D. (1987) “The rent-gap revisited”
6. βλ. Ley, D. (1986), “Alternative explanations of inner city gentrification: a Canadian assessment”
7. βλ. Ley 1987, Munt 1987
8. βλ. Bondi L. (1991), “Gender Class and gentrification: enriching the debate”, Butler, T. and Hamnett, C. (1994) “Gentrification, class and gender: some comments on Warde’s gentrification as
9. Ley, D. (1996) The New Middle Class and the Remaking of the Central City
10. Πρέπει εδώ να γίνει σαφές, πως εδώ πρόκειται για τις προϋποθέσεις για το gentrification μιας περιοχής και όχι για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία μετασχηματισμού του αστικού χώρου για τις οποίες μπορεί να είναι αναγκαίες άλλες προϋποθέσεις.
11.  revanchist urbanism, βλ. το κείμενο του Smith για τη Νέα Υόρκη σε άλλο σημείο του τεύχους.
12. Να θυμηθούμε και τα λόγια του νυν πρωθυπουργού κατά την προεκλογική περίοδο: «η Ελλάδα σήμερα έχει γίνει κέντρο λαθρομεταναστών. Πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας, στις οποίες οργιάζει το εμπόριο ναρκωτικών, η πορνεία, το παρεμπόριο, υπάρχουν πολλές αρρώστιες… Το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης… είναι ένα μεγάλο κοινωνικό ζητούμενο που πρέπει να το ακουμπήσουμε όχι (μόνο) με την έννοια της πρόνοιας αλλά με την έννοια του επείγοντος». Η παρένθεση δική μας… topontiki.gr/article/34087
13. Οφείλουμε πολλά από τα στοιχεία που χρησιμοποιήσαμε στις έρευνες της ομάδας encounter Athens. Θα βρείτε τα κείμενά τους στο encounterathens.wordpress.com
14. Δέσποινα Τριβόλη, Το νέο γκέτο της Αθήνας, LIFO τ.82, 04.10.2007
15. Το παραπάνω άρθρο είναι από την Καθημερινή της 08.04.2008. Συγκρίνετέ το με οποιοδήποτε σημερινό άρθρο για το κέντρο της Αθήνας (ο εντοπισμός του άρθρου «πιστώνεται» στο περιοδικό Sarajevo).
16. Παρόλο που αποσπασματικά δόθηκαν πέρυσι  κάποιες φορο-ελαφρύνσεις σε επιχειρήσεις του Γερανίου και του Μεταξουργείου.
17. Ενδεικτικά: Ο.Ρ.Σ.Α. – Μεταλλα-σσόμενοι Χαρακτήρες και Πολιτικές στα Κέντρα Πόλης Αθήνας και Πειραιά, Ο.Ρ.Σ.Α. – Πρόγραμμα Στρατηγικών Αναπλάσεων σε πυκνοδομημένες περιοχές κατοι-κίας/μικτών χρήσεων, Διυπουργική Επιτροπή – Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας, Συνήγορος του Πολίτη – Διαπιστώσεις και προτάσεις για το Ιστορικό εμπορικό κέντρο της Αθήνας κ.α.
18. βλ. το άρθρο μας Αθήνα 2004: χτίζοντας την Αθήνα της κρίσης στο blog μας. Με πρόσχημα τους Ολυμπιακούς (σαν έκτακτη κατάσταση) έγιναν πολλές «κατά παρέκκλιση» ρυθμίσεις ως προς το τι μπορούσε να χτιστεί πού.  Με πρόσχημα την (πραγματική) κρίση μπορεί και θα γίνει το ίδιο αν χρειαστεί.
19. βλ. το άρθρο M.O.U.T.– Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος: Η στρα-τιωτικοποίηση της αστυνόμευσης και της καταστολής στις δυτικές μητροπόλεις στο κομπρεσέρ #3.
20. Αν και ο λόγος περί δημόσιας υγείας χρησιμοποιήθηκε ήδη παλαιότερα κατά τις επιχειρήσεις εκκένωσης κατειλημμένων κτιρίων (όπως του παλιού Εφετείου στην οδό Μενάνδρου) τότε δεν υπήρχε απ’ ευθείας εμπλοκή των υγειονομικών μηχανισμών.
21. Πάντα μιλάμε για μερίδες των σχετικών κεφαλαίων και όχι για το σύνολο
22. Χωρίς, επαναλαμβάνουμε, αυτός να είναι ο τρόπος που μπορεί να μετασχηματιστεί το κέντρο. Ένα παράδειγμα: αν δημιουργηθούν στην Ελλάδα Ειδικές Οικονομικές Ζώνες και καμιά σαρανταριά πολυεθνικές θελήσουν να εγκατασταθούν εδώ, θα χρειαστεί να χωροθετηθούν κάπου. Αν αποφασίσουν ότι κάποια πλεονεκτήματα του κέντρου (π.χ. η παρουσία πολυπληθούς εξειδικευμένου εργατικού δυνα-μικού στην περιοχή) ξεπερνά τα οποιαδήποτε πλεονεκτήματα μιας εγκατάστασής τους στην περιφέρεια μπορούν κάλλιστα να εγκατασταθούν εκεί. Δεν θα πρόκειται για gentrification, παρ’ όλο που και ο αστικός χώρος και η κοινωνική σύνθεση αυτών που κινούνται σε αυτόν καθημερινά θα αλλάξει δραστικά.
23. Ο Ιάσων Τσάκωνας με την εταιρεία Oliaros -πίσω από την οποία είναι ένα επενδυτικό fund από τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές σύμφωνα με τον ίδιο (http://www.capital.gr/news.asp?id=1083531)- και τη ΜΚΟ «KM πρότυπη γειτονιά».
24. Χωρίς να σημαίνει ότι το ενοίκιο με τη μέρα και το κεφάλι είναι η κυρίαρχη μορφή ενοικίασης, δεν πρέπει να αμφισβητηθεί ότι αυτή αποτελεί μια συνήθη πρακτική. Η ύπαρξη ικανού αριθ-μού εξαθλιωμένων οικονομικά μεταναστών που αποτελούν τη ζήτηση της συγκεκριμένης αγοράς είναι κρίσιμης σημασίας.
25. Η επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου