Μεταξύ των αριστερών διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομολόγων, μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο κυρίαρχες θέσεις σχετικά με την κρίση της ζώνης του ευρώ.
Κάποιοι από αυτούς πιστεύουν ότι μια έκρηξη της ζώνης του ευρώ θα οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή τόσο βίαια, ώστε να οδηγήσει το σύνολο της Ευρώπης στο χείλος του πολέμου. Το επιχείρημά τους είναι ότι η οικονομική και νομισματική ένωση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των λαών της Ευρώπης.
Το επιχείρημα ότι η οικονομική και νομισματική ένωση -και γενικότερα το ελεύθερο εμπόριο- θα εξασφαλίσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών δεν είναι επαρκές και ιστορικά στοιχειοθετημένο. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε πλήρης ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και υπήρχε σύστημα σταθερών συναλλαγματικών σε ποσοστά, σχεδόν όσο και το ευρώ σήμερα.
Οι διανοούμενοι -ιδιαίτερα της Αριστεράς- που υπερασπίζονται τη ζώνη του ευρώ θα πρέπει να έχουν πειστικά επιχειρήματα για την υποστήριξη των θέσεών τους. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξηγήσουν αν πιστεύουν ότι, ακριβώς για να παραμείνει ένα κράτος στην Ευρωζώνη, θα πρέπει να προσαρμοστεί σε κάθε πιθανή διαφορά μεταξύ των επιτοκίων και των ρυθμών ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη δεκαετία του τριάντα αποδείχτηκαν μάταιες οι προσπάθειες για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, που δημιούργησε τις υλικές προϋποθέσεις για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Στο «αρχιπέλαγος» των διανοουμένων και οικονομολόγων της Αριστεράς, υπάρχει επίσης η θέση ότι: μια έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να αντλήσει πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα από μειονεκτήματα. Το επιχείρημα αυτό συνήθως υποστηρίζεται για τουλάχιστον μερικές περιφερειακές χώρες της Ένωσης.
Υπάρχουν, ωστόσο, διάφορες πτυχές σε αυτή τη θέση και θα πρέπει να αποσαφηνιστούν καλύτερα: Πρώτον, η μετάβαση από ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών σε ένα σύστημα ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι συνήθως αναμενόμενη και ακολουθείται από μαζική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Έτσι, μια ομαλή διαχείριση της μετάβασης στη συνέχεια απαιτεί την αποκατάσταση των αποτελεσματικών μηχανισμών για την παρακολούθηση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
Δεύτερον, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των ιδίων των μισθών και της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, ακόμη και με την παρουσία μέτριου πληθωρισμού. Εξάλλου δεν πρέπει να αγνοούμε τη σχέση του κόστους εργασίας και το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Το πρόβλημα που τίθεται στη συνέχεια, τουλάχιστον από την άποψη της απασχόλησης, είναι ο προσδιορισμός των κριτηρίων που καθιστούν δυνατή την αποτροπή του βάρους της υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας στους μισθούς.
Όμως η αναζήτηση συμμαχιών με στόχο την επαναφορά των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, που επιτρέπει περισσότερο έλεγχο πάνω από τη δυναμική της συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι μία από τις πιθανές επιλογές.
Τέλος, μια τρίτη πτυχή που πρέπει να προσδιοριστεί καλύτερα είναι σε σχέση με την αξία των εθνικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία θα μπορούσαν να μειωθούν περαιτέρω, στο σημείο της δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για τις ξένες αγορές.
Ωστόσο, ακόμη και οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ σε συνθήκες ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων φαίνεται να υποτιμούν τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής. Επομένως, μια τρίτη επιλογή θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: αν απορριφθεί το ενιαίο νόμισμα, είναι σαφές ότι οι περιφερειακές χώρες της Ένωσης μπορούν να συμφωνήσουν να διαλυθεί και η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Είναι καλό να διευκρινιστεί, πέρα από τα φαινόμενα, ότι η κατεύθυνση της πολιτικής δεν είναι απαραίτητα ηττοπαθής, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι η μόνη πραγματική ευκαιρία να σώσει μια Ένωση που τώρα κρέμεται από μια κλωστή.
Τα τελευταία χρόνια, το εργατικό κίνημα και τα κινήματα πολιτών θεωρούν ότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσφέρει περισσότερο χώρο για τους λαϊκούς αγώνες και ως εκ τούτου για μια προοδευτική πολιτική.
Υπάρχει, ωστόσο, η επιλογή του "νεο-προστατευτισμού", η οποία είναι ίσως το τελευταίο χαρτί ,που οι περιφερειακές χώρες θα μπορούσαν αξιόπιστα να παίξουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να πείσουν τη Γερμανία ότι η κρίση είναι πιθανόν να κοστίσει ακριβά στις ισχυρότερες χώρες. Η μόνη προοπτική που αποτελεί πραγματικό φόβο είναι ότι: η κρίση του ευρώ θέτει υπό αμφισβήτηση ακόμη και την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, όπου επικρατεί η διαδικασία συγκεντροποίησης των κεφαλαίων και της «περιθωριοποίησης» των ευρωπαϊκών περιφερειών.
Η λογική πίσω από αυτές τις επιλογές είναι αποικιακή και αποσκοπεί στην οικοδόμηση ενός συστήματος, μιας διπλής αγοράς εργασίας, και της συγκέντρωσης του πλούτου του Νότου στα χέρια του Βορρά.
Ο Ευρωπαϊσμός δεν ενώνει πλέον και επικρατεί -σταδιακά- ένας ιδιόρρυθμος αντιευρωπαϊσμός με μια «θεωρία εξόδου», για την ώρα, από την Ευρωζώνη.
Οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες εξαρτώνται από τα επικρατούντα συμφέροντα της Γερμανίας, που αποτελούν πλέον το «όρυγμα» στο οποίο θα ενταφιαστεί το ενιαίο νόμισμα.
Το πιο πιθανό είναι οι μισθοί να μείνουν εντελώς απροστάτευτοι, σε μια πιθανή αύξηση των τιμών και αναδιανομή ή υπερ-συγκέντρωση του πλούτου. Οι «αστικές τάξεις» θα σπεύσουν να ανοικοδομήσουν σε μια «εκταφή» του Friedman και σε ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Έτσι, η υποτίμηση θα χρησιμοποιηθεί προκειμένου να υπάρξει «ελκυστικότητα» για τα ξένα κεφάλαια στο κυνήγι εξαγορών.
Το δε οικονομικό σύστημα παραμένει το ίδιο, είτε με ευρώ είτε με δραχμή!
Το να πούμε ότι η Ευρώπη μπορεί να «χτιστεί» μέσα από τους αγώνες, αυτό αποτελεί τη μισή αλήθεια.
Όλοι όσοι αγωνίζονται για μια άλλη Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να θέτουν σε αμφισβήτηση τη σημερινή δομή της, είναι πιθανόν να επιδίδονται σε μάταιη καλλωπιστική ρητορεία και η κριτική τους κινδυνεύει να γίνει «ηρεμιστικό» βοτάνι.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να «επανιδρυθεί» από την «ένωση» των κρατών μεταξύ τους, με μηχανισμούς που θα διασφαλίζουν μια σταδιακή οικονομική σύγκλιση, και πάνω απ' όλα από ένα κοινό κοινωνικό «όραμα».
Ωστόσο αυτό το όραμα, σαν ιδεολογία ενός κοινωνικού προγράμματος, ανατρέπεται από την πεμπτουσία του προγράμματος, όταν από τη σφαίρα της ουτοπίας μεταμορφώνεται σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό.