Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Σκέψεις για τη συγκυρία

του Π. Παπακωνσταντίνου από εδώ

 
1. Αυτό που ξεχωρίζει τον επαναστάτη πολιτικό από τον προφήτη θρησκευτικής σέχτας δεν είναι τόσο το είδος του μεσσιανικού οράματος- και οι δύο επαγγέλλονται κάποιου είδους λύτρωση της ανθρωπότητας- όσο η διαφορετική αντίληψή τους για το χρόνο. Ο πρώτος έχει ως χρονικό ορίζοντα το άπειρο, την αιωνιότητα, ενώ ο δεύτερος τον πεπερασμένο κοινωνικό και πολιτικό χρόνο.
 
Διανύουμε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, στην οποία θα κριθούν οι προοπτικές του ελληνικού εργατικού κινήματος και της Αριστεράς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως και για μια ολόκληρη ιστορική εποχή. Μια συγκυρία που συμπυκνώνει κατά πολύ τον πολιτικό χρόνο και αναγκάζει όλους τους μαχόμενους και σκεπτόμενους ανθρώπους της Αριστεράς να πάρουν σοβαρές αποφάσεις κάτω από κάθε άλλο παρά ώριμες για το απελευθερωτικό τους εγχείρημα συνθήκες.
 
Το μέγα ερώτημα που αιωρείται στην κοινωνική ατμόσφαιρα είναι αν θα αξιοποιηθεί το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που άνοιξε για τις λαϊκές δυνάμεις η μεγάλη κρίση του διεθνούς και του ελληνικού καπιταλισμού, ώστε να κερδηθεί μια πρώτη, σημαντική νίκη που θα αποσταθεροποιήσει το μπλοκ εξουσίας και θα ανοίξει το δρόμο για βαθύτερες ανατροπές με ορίζοντα το σοσιαλισμό. Ή αν οι συστημικές δυνάμεις θα καταφέρουν να κλείσουν αυτό το παράθυρο, να επανασταθεροποιήσουν την ηγεμονία τους και να θωρακίσουν στο πολιτικό επίπεδο τις τεράστιες ανατροπές σε βάρος του κόσμου της εργασίας, που έχουν ήδη πετύχει στο κοινωνικό επίπεδο. Η απάντηση στο θεμελιακό αυτό ερώτημα δεν έχει ακόμη κριθεί- ελπίδες και φόβοι ζυγιάζονται σχεδόν ισοδύναμα. Αλλά η παραλυτική ισορροπία δεν θα κρατήσει πολύ ακόμη. Σ'αυτές τις συνθήκες η υπερβολική υπομονή, η νοοτροπία του “έχουμε χρόνο, μη βιαζόμαστε”, αποτελούν συνταγές πολιτικής αυτοκτονίας.
 
2. Μετά την κάθοδο στην κόλαση των Μνημονίων, η Ελλάδα εξελίχθηκε γρήγορα σε αδύναμο κρίκο της παγκόσμιας, ιμπεριαλιστικής αλυσίδας- και παραμένει ακόμη! Ο πρωταρχικός παράγοντας που βάρυνε ήταν, βέβαια, η απότομη υποβάθμιση των όρων ζωής της εργατικής τάξης και μεγάλου μέρους της μικροαστικής. Το τεράστιο κοινωνικό ζήτημα πήρε εκρηκτικό χαρακτήρα λόγω της στενής διαπλοκής του με το δημοκρατικό πρόβλημα, σε συνθήκες εξευτελισμού της αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και με το εθνικό ζήτημα μιας χώρας που μετετράπη σε αποικία χρέους της νέας, γερμανικής Ε.Ε. Καίριο ρόλο έπαιξαν επίσης οι επαναστατικές παραδόσεις του κινήματος στην Ελλάδα και η ύπαρξη σχετικά μαζικών, αριστερών κομμάτων που, παρά τις στρατηγικές τους ανεπάρκειες, δεν είχαν προσκυνήσει τον αντίπαλο.
 
Οι μεγάλοι αγώνες της περιόδου 2010-2012 δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους ή να σταματήσουν την επέλαση του κεφαλαίου στους χώρους εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια εκ βάθρων, δυστοπική αλλαγή του κοινωνικού είναι, τόσο στο πεδίο της παραγωγής (ανεργία, μισθοί, εργασιακές σχέσεις, συμβάσεις κ.α.) όσο και στο επίπεδο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (υγεία, παιδεία, συντάξεις, πολιτισμός) το κόστος της οποίας μετατοπίζεται ταχύτατα στους ώμους της εργασίας. Αν παγιοποιηθεί αυτή η κατάσταση, οι όροι της ταξικής πάλης θα είναι πολύ δυσμενέστεροι για τις επόμενες γενιές, σε σημείο που η εργατική τάξη να κινδυνεύει να ξεπέσει σε “μάζα”, με απελπιστικά συρρικνωμένες δομές αλληλεγγύης, οργάνωσης και αγώνα.
 
Ωστόσο, η ίδια πραγματικότητα που στένευε απελπιστικά τα όρια του παραδοσιακού οικονομικού αγώνα, τροφοδοτούσε τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, ωθώντας ευρύτερα στρώματα εργαζομένων και μεσοστρωμάτων στην κατανόηση του άμεσου, επιτακτικού χαρακτήρα που αποκτά το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας. Όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έριξε το σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης, ανταποκρινόταν “απλώς” σε μια απαίτηση των καιρών, του κινήματος και των μαζών που πλήττονταν με τον πιο δραματικό τρόπο από την κρίση και γι αυτό δεν είχαν την πολυτέλεια να περιμένουν υπομονετικά “να ωριμάσουν οι συνθήκες”. Στις τελευταίες προ Μνημονίων εκλογές το ΚΚΕ είχε 8% και ο ΣΥΡΙΖΑ 4,5%. Μπορεί να εικάσει κανείς τι θα είχε συμβεί αν η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είχε τέτοια αφασική αντίδραση στην κρίση κι αν είχε την τόλμη να δώσει εκείνη απάντηση στο πρόβλημα της εξουσίας.

 
3. Στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι διαδομένη η a priori απόρριψη της δυνατότητας ανάδειξης αριστερής κυβέρνησης πριν από την επαναστατική ρήξη με το αστικό κράτος, σύμφωνα με το ιστορικό υπόδειγμα των μεγάλων επαναστάσεων του εικοστού αιώνα στη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη (γενική απεργία, δυαδική εξουσία, εργατικά συμβούλια, ένοπλη εξέγερση) ή του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου στις χώρες της περιφέρειας, κατά το κινεζικό πρότυπο. Ωστόσο, ούτε η θεωρία, ούτε οι ιστορικές εμπειρίες συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι αυτός είναι ο υποχρεωτικός δρόμος για τις κοινωνίες του ώριμου καπιταλισμού και της μακρόχρονης παράδοσης κοινοβουλευτισμού.
 
Είναι αρκετά γνωστή η προβληματική του “ενιαίου μετώπου- εργατικής κυβέρνησης” που αναπτύχθηκε επί Λένιν, στο τρίτο και το τέταρτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως και οι σχετικές, μεταγενέστερες επεξεργασίες των Τρότσκι και Γκράμσι. Λιγότερο συζητημένες είναι οι παρεμβάσεις των Μαρξ και Ένγκελς στα χρόνια των πιο ώριμων επεξεργασιών τους, όταν έθεταν σαφώς το ενδεχόμενο “σοσιαλιστικής κυβέρνησης” πριν από την επαναστατική εξέγερση, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Εκείνο που τόνιζαν οι δύο θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού ήταν ότι η ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν αναιρεί την αναγκαιότητα μιας κεντρικής αναμέτρησης για το θέμα της πραγματικής εξουσίας, απλά μπορεί, υπό όρους, να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες γι αυτή την αναμέτρηση, αναγκάζοντας την αστική τάξη να δράσει υπονομευτικά, στασιαστικά, προδίδοντας τη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία. Έχοντας κερδίσει το πεδίο της δημοκρατίας και του πατριωτισμού, οι πρωτοποριακές δυνάμεις της εργατικής τάξης θα είχαν καλύτερες δυνατότητες να τσακίσουν τους εχθρούς τους, να κερδίσουν την ηγεμονία και να ωριμάσουν τις συνθήκες για το σοσιαλισμό.
 
Οι εμπειρίες των λαϊκών κινημάτων στον εικοστό και τον εικοστό πρώτο αιώνα επιβεβαίωσαν τη δυνατότητα (δυνατότητα, όχι αναγκαιότητα) μιας τέτοιας εξέλιξης. Ασφαλώς, υπάρχουν τα παραδείγματα της γαλλικής “Ενωμένης Αριστεράς” υπό τον Μιτεράν, όπως και της κυπριακής “αριστερής κυβέρνησης” υπό τον Χριστόφια, για να μας υπενθυμίζουν τους μεγάλους κινδύνους της κοινοβουλευτικής αποβλάκωσης. Όπως υπάρχουν και τα παραδείγματα της Ισπανικής Δημοκρατίας, της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή του Αλιέντε και της κυβέρνησης Τσάβες στη Βενεζουέλα, που άνοιξαν μεγάλες ρωγμές στο σύστημα της αστικής κυριαρχίας και που, έστω κι αν δεν κατέληξαν στη νίκη του σοσιαλισμού, οπωσδήποτε δεν ήταν εξ αρχής καταδικασμένα σε αποτυχία- αντίθετα αποτελούν τεράστια δεξαμενή ιστορικών διδαγμάτων.
 
4. Ο τρόπος με τον οποίο έθεσε το ζήτημα της “αριστερής κυβέρνησης” η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξ αρχής προβληματικός. Από τις εκλογές του 2012 μέχρι τους αγώνες της ΕΡΤ και των καθηγητών, προβάλλει ένα πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα ανοιχτό σε ριζοσπαστικές, αλλά και συστημικές αναγνώσεις, χωρίς να τολμά να κόψει το γόρδιο δεσμό του ευρώ, με μια λογική ενίσχυσης- πολιτικής εκπροσώπησης των κινημάτων, αρκεί να μην κορυφώνονται σε “επικίνδυνες” εξεγερτικές καταστάσεις.
 
Στη συνέχεια, μετά την ύφεση των κινημάτων για την οποία ήταν και η ίδια εν μέρει υπεύθυνη, προσχωρεί στη λογική που θεωρεί πως ό,τι ήταν να πάρει από τα αριστερά το έχει ήδη πάρει- δεν μένει και τίποτα σπουδαίο, βρε αδελφέ- και ότι το ζητούμενο τώρα είναι το άνοιγμα στο κοινωνικό και πολιτικό “κέντρο”, που θα του δώσει την εκλογική νίκη. Πρόκειται για μια καταστροφική για το κίνημα και δυνητικά αυτοκαταστροφική για τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ γραμμή. Οι πρόσφατες θέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για το ΝΑΤΟ και τον Γιούνκερ, τη δημοσιονομική σταθερότητα και το χρέος, τον ΣΕΒ και τις “παραγωγικές δυνάμεις της χώρας”, σηματοδοτούν μια ποιοτική κλιμάκωση αυτής της δεξιόστροφης μετεξέλιξης.
 
Κανένα καινούργιο, νικηφόρο ρεύμα, είτε πρόκειται για τον μπολσεβικισμό, είτε για τον φασισμό, είτε πρόκειται για τη “Μπολιβαριανή Επανάσταση” του Τσάβες, είτε για τους νεοσυντηρητικούς του Μπους, δεν συγκροτήθηκε με βάση το “άνοιγμα στο κέντρο”. Αντίθετα, συγκροτήθηκαν με βάση ανατρεπτικές (αριστερές ή δεξιές) απαντήσεις σε κρισιακά φαινόμενα, σε ένα ριζοσπαστισμό που είχε τη δύναμη να προσελκύει το “κέντρο” ή μάλλον να διαμορφώνει ένα καινούργιο “κέντρο”, δηλαδή μια νέα ηγεμονία, κοντά στο δικό τους πολιτικό “άκρο”. Άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να φτάσει από το 4% στο 27% αν δεν είχε προηγηθεί η ριζοσπαστικοποίησή του, η στάση του στο κίνημα μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, το άνοιγμα στις “συνιστώσες”, η διάσπαση με τη ΔΗΜΑΡ κλπ.
 
5. Οι ευρωεκλογές κατέδειξαν τη συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση της συγκυβέρνησης, χωρίς ωστόσο να αναδεικνύουν ένα θετικό, δυναμικό ρεύμα υποστήριξη της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να υπερέχει θεαματικά της Δεξιάς στους δημόσιους υπάλληλους και τους ανέργους, ενώ σημείωσε πρόοδο στα μεσαία στρώματα, στις μεγάλες ηλικίες και στην επαρχία, όπου υστερούσε. Η υποχώρησή του, όμως, στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, τη νεολαία και την Αττική διαμηνύει ότι, με τη γραμμή που ακολουθεί, είναι πιθανό τα εκλογικά ποσοστά του 2012- 2014 να αποδειχθούν limit up και ότι ήδη η εικόνα της συστημικής Αριστεράς, που όλο και περισσότερο δίνει οδηγούν ένα κόσμο στην αποστράτευση και την αποχή και έναν άλλο στην αναζήτηση πιο “ακραίων” λύσεων. Το ΚΚΕ εισπράττει το τίμημα μιας σε αυτοχειριαστικό βαθμό σεχταριστικής- γραφειοκρατικής γραμμής, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά το πανελλαδικό ρίζωμά της που έδειξαν οι περιφερειακές εκλογές, δυσκολεύεται, εξ αιτίας της στρατηγικής αμηχανίας και της πολυγλωσσίας της, να μεταφράσει τη συμπάθεια σε εμπιστοσύνη και στράτευση.
 
Όλα αυτά δεν πρέπει ωστόσο να οδηγήσουν στο ηττοπαθές συμπέρασμα ότι το αστικό μπλοκ που συσπειρώνεται γύρω από τη συγκυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ έχει σταθεροποιήσει ή κοντεύει να σταθεροποιήσει μακροχρόνια την κυριαρχία του, ότι το παιχνίδι έχει πια τελειώσει με μια ιστορική ήττα των λαϊκών δυνάμεων και της Αριστεράς. Θα ήταν εντελώς μυωπικό να βγάζαμε συμπεράσματα μόνο ή κυρίως από τις εξελίξεις στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους και τα εκδοτικά γραφεία γύρω από τις δρομολογημένες εξαγορές βουλευτών, τις ίντριγκες για την προεδρία της Δημοκρατίας και πάει λέγοντας. Εκεί που θα κριθούν οι εξελίξεις είναι στο επίπεδο των κοινωνικών αναγκών, αγωνιών και αγώνων- κι εδώ τίποτα δεν είναι δεδομένο.
 
Η “νέα”, μετεκλογική- προεκλογική συγκυβέρνηση που προέκυψε από τον πρόσφατο ανασχηματισμό δεν έχει ουσιαστικά περιθώρια να διασκεδάσει την οργή και την απόγνωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού με κάποιου είδους “φιλολαϊκή” στροφή. Δεν της αφήνουν περιθώρια οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Γερμανοί, όχι γιατί θέλουν να της κάνουν τη ζωή δύσκολη, αλλά γιατί αν αφήσουν να τους ξεφύγουν “πόντοι” στην Ελλάδα, φοβούνται ότι θα ξηλωθεί ολόκληρο το “πουλόβερ” του Δημοσιονομικού Συμφώνου, καθώς χώρες με πολύ μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, αναζητούν επίσης κάποια χαλάρωση. Ακόμη κι αν οι Γερμανοί δεχθούν κάποια ρύθμιση στο θέμα του χρέους, θα τη συναρτήσουν από ακόμη αυστηρότερα μέτρα- από εδώ και οι δηλώσεις Σόιμπλε και Ντάισελμπλουμ για νέο πακέτο διάσωσης και νέα μέτρα λιτότητας. Με δρομολογημένη τη συρρίκνωση των συντάξεων και τις νέες απολύσεις στο δημόσιο, η σταθεροποίηση του κυβερνητικού μπλοκ γίνεται ακόμη δυσκολότερη.
 
6. Εξαιρετικά ανησυχητική είναι η ανοδική πορεία της Χρυσής Αυγής σε πείσμα της κατακραυγής για τις δολοφονικές της ενέργειες και τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον της. Ο πυρήνας της κοινωνικής επιρροής της νεοφασιστικής οργάνωσης εντοπίζεται στα συντηρητικά, μικροαστικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση, κινδυνεύουν να “ξεπέσουν” στην κατάσταση του προλεταριάτου, παθαίνουν αμόκ και ξεσπάνε στους μετανάστες, στους συνδικαλιστές, τους αριστερούς. Αντλεί επίσης σοβαρή επιρροή από το στρατό, την αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες, τους ιδιωτικούς μηχανισμούς καταστολής (security) και παραδοσιακά κάστρα της Δεξιάς και του μοναρχοφασισμού. Η επιβίωση και ανάπτυξή της δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προστασία και οικονομική στήριξη από τα πιο επιθετικά τμήματα του κεφαλαίου, ιδίως από μερίδα των εφοπλιστών.
 
Όπως διδάσκει, όμως, και η ιστορική πείρα, καμμία κοινωνική τάξη δεν διαθέτει ανοσία απέναντι στο νεοφασιστικό φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια διείσδυσε σε ιδιαίτερα ανησυχητικό βαθμό στο λούμπεν προλεταριάτο, γενικότερα σε τμήματα της εργατικής τάξης που έχουν πιάσει πάτο, υλικά και ηθικά, όπως και στη νεολαία. Ωστόσο, η Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κλασικό φασιστικό- εθνικοσιαλιστικό φαινόμενο και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τις ίδιες μεθόδους. Δεν αποτελεί αντεπαναστατικό κίνημα μαζών και δεν στηρίζεται σε κάποιο χειροπιαστό όραμα εθνικιστικής, πολεμικής επέκτασης. Εκφράζει κυρίως μια επιλογή δεξιάς, ξενοφοβικής διαμαρτυρίας στη Μνημονιακή κατάπτωση και υποστηρίζεται από την “προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών” στο κατώτατο επίπεδο από τους γενναία χρηματοδοτούμενους μηχανισμούς “αλλεγγύης μόνο σε Έλληνες”. Τίποτα δεν αποκλείει όμως να μεταλλαχθεί, στο μέλλον, σε κάτι ποιοτικά πιο επικίνδυνο, εάν δεν υπάρξει μια προοδευτική, ανατρεπτική τομή.
 
Η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής από τη μαχόμενη Αριστερά δεν μπορεί να έχει σχέση με λογικές “συνταγματικού τόξου”. Οφείλουμε να αποκαλύψουμε ότι η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ φέρει την πρώτιστη πολιτική και ηθική ευθύνη για τη γιγάντωση του νεοφασισμού. Γιατί δημιούργησε την υλική βάση με την πολιτική των Μνημονίων. Γιατί, ενσωματώνοντας το ΛΑΟΣ με το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα της κυβέρνησης Παπαδήμου παρέδωσε χώρο στο νεοφασισμό. Γιατί νομιμοποίησε ευρύτερα κεντρικές ιδέες της Χρυσής Αυγής με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και τον Ξένιο Δία. Αλλά και γιατί τα φαινόμενα Μπαλτάκου- Φαήλου Κρανιδιώτη προδίδουν τη διαρκή ώσμωση της κυβερνώσας και της νεοφασιστικής Δεξιάς. Πέρα από την αναγκαία μάχη με το νεοφασισμό στο πεδίο της ιδεολογίας, της ιστορίας, του πολιτισμού και της αλληλεγγύης με τους μετανάστες, το αποφασιστικό ζήτημα είναι να ανατραπεί η υλική βάση που τον στηρίζει, οι εξοντωτικά αντιλαϊκές πολιτικές και η συγκυβέρνηση της κοινωνικής καταστροφής, της διαπλοκής και της δουλοπρέπειας. Άλλος ένας λόγος που δίνει κατεπείγοντα χαρακτήρα στην ανάγκη της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής.
 
7. Θα ήταν ιδιαίτερα επιζήμιο για όλες τις αριστερές δυνάμεις να παγιδευτούν σε μια διαρκή προεκλογική περίοδο, υποτάσσοντας όλους τους προβληματισμούς, τις πρωτοβουλίες και το δυναμισμό τους στην επόμενη εκλογική μάχη. Κάτι τέτοιο αφ' ενός μεν θα λειτουργούσε σαν τροχοπέδη στα κοινωνικά κινήματα- τον μόνο παράγοντα που μπορεί να επιβάλει πολιτικές ανατροπές και να αποτρέψει ανακτορικά πραξικοπήματα της συγκυβέρνησης. Αφετέρου δε θα επέβαλε σε όλους τους χώρους της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.) πολιτικό σιωπητήριο, νομιμοποιώντας τη συνέχιση της ίδιας γραμμής, με τη δύναμη της αδράνειας και με την επίκληση του κομματικού πατριωτισμού ενόψει της επόμενης κοινοβουλευτικής αναμέτρησης, η οποία μάλιστα θα εμφανιστεί από ορισμένες ηγεσίες ως μια μάχη ζωής ή θανάτου.
 
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ακριβώς το αντίθετο: ένας στρατηγικός επανεξοπλισμός της Αριστεράς, με βάση την αφομοίωση της πολύτιμης, θετικής και αρνητικής., πείρας της τελευταίας πενταετίας, που θα επιτρέψει να εξαπολούσουμε έναν νικηφόρο κοινωνικό ανένδοτο των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων, για την ανατροπή της συγκυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ και της πολιτικής τους, με ορίζοντα την αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική ανατροπή. Απέναντι στην κοινοβουλευτική (όσο και ατελέσφορη) λογική της “στροφής προς το κέντρο” και στη σεχταριστική περιχαράκωση, οφείλουμε να χαράξουμε μια αναζωογονητική “στροφή προς τα κάτω”, προς τα λαϊκά στρώματα που αναζητούν λυτρωτική διέξοδο στα σημερινά αδιέξοδα.
 
Μια τέτοια, ενιαιομετωπική γραμμή προϋποθέτει, πέρα από τη μαχητική στήριξη της Αριστεράς σε “ό,τι κινείται”, στους επί μέρους, αμυντικούς αγώνες που αναφύονται και θα αναφύονται “αυθόρμητα”, λόγω της αδυσσώπητης οξύτητητας των κοινωνικών προβλημάτων, επιθετικές πρωτοβουλίες πανελλαδικής εμβέλειας και ανατρεπτικής πνοής. Σ΄αυτή την κατεύθυνση κρίσιμο ρόλο μπορεί να παίξει η συγκρότηση ενός πανελλαδικού δικτύου επιτροπών λαϊκού αγώνα και αλληλεγγύης, με αυτονομία από όλα τα κόμματα και αμεσοδημοκρατική λειτουργία, αλλά με τη στήριξη όλων των μάχιμων δυνάμεων της Αριστεράς, από όλους τους πολιτικούς χώρους της.
 
8. Σε μια τέτοια πορεία, η αντικαπιταλιστική Αριστερά, διατηρώντας και ενισχύοντας την πλήρη  αυτονομία της από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, έχει τη δυνατότητα να επενδύσει στα ισχυρά της σημεία- τον κινηματικό δυναμισμό της, το ρίζωμά της στις τοπικές κοινωνίες, τη δυνητικά πρωτοποριακή συμβολή της στο πεδίο των ιδεών και του πολιτισμού- και να αρχίσει να καλύπτει τα μεγάλα κενά στο πεδίο της στρατηγικής και της πολιτικής της εμβέλειας. Αλλά και να συμβάλει στη δημιουργία προϋποθέσεων για τη μελλοντική συγκρότηση ενός νέου, επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου με μαζική απήχηση, κάτι που δεν μπορεί να προκύψει ως απλή διεύρυνση κάποιου από τα κόμματα της “υπαρκτής Αριστεράς”- κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής- αλλά μέσα από μεγάλες ανακατατάξεις που θα διαπεράσουν όλους τους χώρους της, στην πορεία των ταξικών συγκρούσεων.
 
Δυνάμεις ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές, ανοιχτές στην επαναστατική προοπτική υπάρχουν σε όλους τους αριστερούς χώρους και δυσφορούν με τις κυρίαρχες επιλογές των ηγεσιών τους. Οι οξύτατες αντιθέσεις του κοινωνικού είναι και τα αμείλικτα διλήμματα του πολιτικού γίγνεσθαι θα ενισχύουν τις ζυμώσεις, τις ανακατατάξεις και τις διαφοροποιήσεις τόσο στο ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο ΚΚΕ το επόμενο διάστημα. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορεί να παίξει ρόλο πολύ ισχυρότερο από εκείνον που προοιωνίζονται τα εκλογικά ποσοστά της. Αρκεί να μην παγιδευτεί σε μια λογική αφ' υψηλού πολεμικής, πέρα από τις αγωνίες και τις άμεσες προσδοκίες των λαϊκών μαζών, μια λογική που θα επιδιώκει τη δικαίωση “μετά την ήττα”, στο στιλ “ορίστε, εμείς σας τα λέγαμε”. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά θα “δικαιωθεί” όχι απ' έξω, αλλά μέσα στο λαό, όχι μετά την ήττα, αλλά μέσα στον αγώνα και τη νίκη του- έστω μια πρώτη, εύθραυστη νίκη, που θα ανοίξει ωστόσο το δρόμο για τις επόμενες, πολύ μεγαλύτερες και αποφασιστικές μάχες.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου