Της Ελένης Πορτάλιου από εδώ

 
Το καλοκαίρι του 2014 δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση από 24/7/2014 ο «Φάκελος ανακοίνωσης και δημοσιοποίησης σχεδίου προεδρικού διατάγματος» που αφορά την πολιτική και το συναφές θεσμικό πλαίσιο προστασίας στη διευρυμένη περιοχή Natura 2000 του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Πρόκειται για τις χαρακτηρισμένες περιοχές Natura GR2330005: θίνες και παραλιακό Δάσος Ζαχάρως, Λίμνη Καϊάφα, Στροφυλιά, Κακόβατος, GR 2330008: θαλάσσια περιοχή Κόλπου Κυπαρισσίας από Ακρ. Κατάκολο έως Κυπαρισσία, και GR2550005: θίνες Κυπαρισσίας από Νεοχώρι έως Κυπαρισσία. Σ' αυτές προστίθενται γειτνιάζοντα τμήματα που είναι από οικολογική άποψη σημαντικά και χρήζουν προστασίας.
Διαβούλευση δεν έγινε, καθώς οι διαβουλευόμενοι δεν μπορούσαν να ενημερώνονται για τις απόψεις που κατατέθηκαν, ενώ δεν ήταν σαφές ποιος έχει την ευθύνη αυτής της διαδικασίας. Παρά ταύτα, έγιναν ουσιαστικές παρεμβάσεις και διάλογος εκτός της επίσημης «διαβούλευσης». Πέραν των προσχηματικών διαδικασιών, πολύ σημαντικό είναι ότι η ΕΠΜ 2011 (Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη) για τον Νομό Ηλείας (από όχθες Αλφειού έως Νέδα) είχε αποσυρθεί και η διαβούλευση αφορούσε την ΕΠΜ 2014 του Νομού Μεσσηνίας, επικαιροποιώντας -κατά δήλωση του μελετητή- την ΕΠΜ 2002 με το ίδιο προστατευόμενο αντικείμενο και συμπληρώνοντας την ΕΠΜ 2011. Στην πραγματικότητα, η ΕΠΜ 2014 αναθεωρούσε την ΕΠΜ 2011, περιορίζοντας δραστικά τον βαθμό προστασίας της περιοχής.
Η διαβούλευση αφορούσε επίσης το σχέδιο Π.Δ. 2014 για τις περιοχές Ηλείας και Μεσσηνίας, στο οποίο και αποτυπώνονται τελικά και με ακρίβεια οι πολιτικές και το θεσμικό πλαίσιο που προτείνονται για το σύνολο του Κυπαρισσιακού Κόλπου.
Η ριζική κριτική η οποία ασκήθηκε τότε βασίστηκε στα δεδομένα των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών, ιδίως της ΕΠΜ 2011, που καταγράφουν εξαντλητικά και με σαφήνεια τόσο την ιδιαίτερη και εξαιρετικά σημαντική οικολογική / πολιτισμική αξία της περιοχής όσο και τις βλάβες που έχει υποστεί από ανεξέλεγκτες ανθρώπινες παρεμβάσεις. Οι βλάβες αυτές μπορούν να αναστραφούν μέσα από την αναγέννηση των φυσικών οικοσυστημάτων, εφόσον θεσμοθετηθεί και εφαρμοστεί ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο προστασίας.
Όμως, το φερόμενο ως διάταγμα προστασίας του 2014 είναι προσχηματικό, γιατί ενισχύει ένα απαράδεκτο laisser faire χρήσεων, νομιμοποιεί την αυθαιρεσία και επιτείνει την υπάρχουσα κατάσταση καταστροφής, συρρίκνωσης, διάσπασης των ιδιαίτερων φυσικών στοιχείων που απαρτίζουν την περιοχή. Για τους παραπάνω λόγους δεν έγινε αποδεκτό από το Ε' Τμήμα του ΣτΕ.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρακτικό Επεξεργασίας 32/2015, πρόεδρος Αγγ. Θεοφιλοπούλου, εισηγήτρια Ολ. Παπαδοπούλου) προέβη σε έλεγχο του σχεδίου Π.Δ. 2014 που αφορά τη διευρυμένη περιοχή Natura 2000 Κυπαρισσιακού Κόλπου και υποβλήθηκε στο ΣτΕ από τους αρμόδιους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης. Εξέδωσε αναλυτική απόφαση με την οποία εξετάζει βασικές διατάξεις του, ενώ δεν προβαίνει «στο παρόν στάδιο σε πλήρη επεξεργασία από άποψη νομιμότητας και νομοτεχνικής όλων των προτεινόμενων ρυθμίσεων, καθώς το σχέδιο κρίνεται προεχόντως μη νόμιμο για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας».

Βασικά σημεία της εισήγησης του ΣτΕ

1. Όσον αφορά τη μη νομιμότητα της διαδικασίας: Το σχέδιο Π.Δ. προτείνεται έπειτα από γνωμοδότηση της «Επιτροπής Φύση 2000», η οποία όμως δεν ακολούθησε στη συζήτησή της τις προβλεπόμενες από τη σχετική νομοθεσία διαδικασίες. Η γνωμοδότησή της δεν ελήφθη σε κανονική συνεδρίαση των μελών της ή σε συνεδρίαση μέσω τηλεδιάσκεψης, αλλά υπήρξε προϊόν ανταλλαγής απόψεων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 21 Ν. 1650/1986 ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, «συνεπώς προεχόντως για τον λόγο αυτό, το παρόν σχέδιο διατάγματος δεν προτείνεται νομίμως».
Εν συνεχεία το τμήμα του ΣτΕ «λόγω της επιτακτικής ανάγκης να εκδοθεί το ταχύτερο δυνατόν το κατά το άρθρο 21 Ν. 1650/1986 διάταγμα για τον ειδικότερο καθορισμό του καθεστώτος προστασίας των τριών περιοχών του δικτύου Natura 2000 καθώς και των γειτονικών τους εκτάσεων, κρίνει αναγκαίο να διατυπωθούν στο παρόν στάδιο ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν τη νομιμότητα του περιεχομένου βασικών ρυθμίσεων του σχεδίου».
2. Το Τμήμα του ΣτΕ υπενθυμίζει ότι, κατά το Σύνταγμα και τον κοινό νομοθέτη, καθιερώνεται σαφής διάκριση μεταξύ των περιοχών εντός εγκεκριμένου σχεδίου ή νομίμως υφιστάμενων οικισμών και των υπολοίπων. Οι οικιστικές περιοχές καθορίζονται βάσει των αρχών και των κανόνων της επιστήμης από τη γενική και ειδική νομοθεσία για την πολεοδομία και χωροταξία. Οι εκτός σχεδίων και οικισμών περιοχές, εφόσον δεν υπάγονται σε ειδικό καθεστώς, όπως οι αρχαιολογικοί χώροι, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, ο αιγιαλός και τα ρέματα, οι προστατευόμενοι οικότοποι, τα προστατευόμενα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, προορίζονται για γεωργική ή άλλη εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν μόνο κατ' εξαίρεση. Ο θεμελιώδης αυτός κανόνας ισχύει κατά μείζονα λόγο για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα όπως οι περιοχές του δικτύου Natura. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να λαμβάνονται ιδιαίτερα περιοριστικά μέτρα.
Με την αναφορά του αυτή το τμήμα του ΣτΕ θέτει με σαφήνεια το βασικό ζήτημα που είχε τεθεί από πολλές πλευρές εντός και εκτός διαδικασιών διαβούλευσης και συνίσταται στο ότι το προς εξέταση Π.Δ., αντιφάσκοντας με τις ίδιες τις συνοδές Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ), οι οποίες καταγράφουν επακριβώς τόσο όλα τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος όσο και τις βλάβες από ασύμβατες χρήσεις και παράνομες ανθρώπινες επεμβάσεις τής προς μελέτη περιοχής, έρχεται να θεσμοθετήσει τις πηγές διάσπασης και καταστροφής των ευαίσθητων οικοσυστημάτων Natura 2000. Εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα: πώς μια ομάδα μελέτης, που απαρτίζεται από επιστήμονες του περιβάλλοντος, πολεοδομεί και μάλιστα σε περιοχές Natura κατά παράβαση της ειδικής επιστημονικής γνώσης και δεοντολογίας.
3. Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (EEL 206) «προβλέπει τη σύσταση ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου ειδικών ζωνών του δικτύου Natura 2000 που αποσκοπεί στην προστασία της βιοποικιλότητας στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Οι εθνικές αρχές συμφωνούν σε σχέδιο διαχείρισης ενός συγκεκριμένου τόπου και επιτρέπουν άσκηση δραστηριότητας «μόνο εφόσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμιά εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του».
Παρά τις πολύ εύλογες ανησυχίες που τεκμηριώνονται από τις ΕΠΜ, το Π.Δ. επιτρέπει απολύτως ασύμβατες με την προστασία της περιοχής δραστηριότητες.
4. Οι περιοχές Natura 2000 με κωδικό GR2330005 (παράκτια ζώνη που περιλαμβάνει το πευκοδάσος της Στροφυλιάς, τη λίμνη Καϊάφα, τις θίνες μεταξύ της αποξηραμένης λίμνης Αγουλινίτσας και του οικισμού Κακόβατος, τον λόφο Ελληνικού ή Σταυρός, τον αρχαιολογικό χώρο της περιοχής Καϊάφα, σπήλαια και ιαματικές πηγές), GR2330008 (θαλάσσια περιοχή από το ακρωτήριο Κατάκολο μέχρι την Κυπαρισσία) GR2550005 (μετά τον Κακόβατο και μέχρι την Κυπαρίσσια), αποτελούν σημαντικά οικοσυστήματα με διαφορετικά είδη οικοτόπων, μοναδικά δάση, όπως αυτό της Στροφυλιάς, και ενδιαιτήματα πτηνών και ζώων μεταξύ των οποίων η προστατευόμενη από διεθνείς συνθήκες θαλάσσια χελώνα Caretta Caretta. Όπως προκύπτει από τις ΕΠΜ και επισημαίνει αναλυτικά το τμήμα του ΣτΕ, είναι ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα για την προστασία των περιοχών αυτών από την περαιτέρω υποβάθμισή τους λόγω ανθρωπογενών πιέσεων καθώς και για την αποκατάστασή τους.
Τούτων δεδομένων, το τμήμα του ΣτΕ διαπιστώνει ότι «δεν τεκμηριώνεται ο χαρακτηρισμός ως Περιφερειακό Πάρκο, ως περιοχή δηλαδή που είναι σημαντική σε περιφερειακό και όχι σε εθνικό επίπεδο των ανωτέρω τριών τόπων του δικτύου Natura 2000, καθώς και των εκτός δικτύου γειτονικών εκτάσεων, οι οποίες, κατά την τεκμηριωμένη κρίση της μελέτης, απαιτείται ομοίως να υπαχθούν σε αυστηρό καθεστώς προστασίας. Από τις διαπιστώσεις της ΕΠΜ προκύπτει, αντιθέτως, ότι πρόκειται για περιοχές ιδιαίτερης οικολογικής και φυσικής σπουδαιότητας σημαντικές όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο». Έπειτα από εκτενή παρουσίαση των δεδομένων το Τμήμα του ΣτΕ καταλήγει ότι «Υπό τα δεδομένα, αυτά ο χαρακτηρισμός 'Περιφερειακό Πάρκο' και όχι 'Εθνικό Πάρκο' δεν προτείνεται νομίμως».
Ο χαρακτηρισμός της περιοχής ως Περιφερειακό Πάρκο έχει γίνει αντικείμενο έντονων αντιδράσεων, καθώς όχι μόνο δεν συνάδει με τον χαρακτήρα της περιοχής, αλλά πρόδηλα γίνεται για να επιτραπούν χρήσεις όπως οι οικιστικές, που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω υποβάθμιση των οικοσυστημάτων.
5. Στη συνέχεια, η εισήγηση του ΣτΕ αποδομεί τις προτεινόμενες χρήσεις στη ζώνη αιγιαλού, γιατί είτε είναι βλαπτικές (π.χ. ιππασία), είτε δεν τεκμηριώνεται η ανάγκη να αναπτύσσονται σε όλη τη ζώνη του αιγιαλού, είτε αφορούν τη δυνατότητα κίνησης τροχοφόρων στους μη νομίμως διανοιγμένους δρόμους, είτε γιατί καλύπτονται με τον ασαφή όρο «για λόγους δημοσίου συμφέροντος» (π.χ. αμμοληψία και χαλικοληψία), τέλος γιατί δεν λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη αποκατάστασης θιγέντων οικοσυστημάτων.
6. Η εισήγηση του ΣτΕ καταλήγει ότι «η συνταγματική επιταγή για προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και οι διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας επιβάλλουν την τάχιστη υποβολή προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας νέου Σχεδίου Διατάγματος» για τις προς εξέταση περιοχές, «αφού ληφθούν υπόψη και οι διατυπούμενες στο παρόν πρακτικό παρατηρήσεις».
Υπενθυμίζεται ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την προσφυγή της (11/11/2014) ζήτησε από το Δικαστήριο της Ε.Ε. να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ όσον αφορά την περιοχή Natura 2000 με κωδικό GR2550005 «Θίνες Κυπαρισσίας» (από Νεοχώρι έως Κυπαρισσία)».
Η Ελλάδα χρεώνεται με πρόστιμα, αλλά φαίνεται ότι αναλαμβάνει ευχαρίστως το κόστος των ποινών που επισύρει η καταστροφή των οικοσυστημάτων του Κυπαρισσιακού Κόλπου από τις κατά συρροήν αυθαίρετες χρήσεις και καταχρήσεις. Πρόκειται για την κατασπατάληση φυσικών και πολιτισμικών πόρων ανυπολόγιστης οικολογικής αξίας, που θα μπορούσαν -με την αποκατάσταση και την προστασία- να αποτελέσουν βασικό παράγοντα ενός σύγχρονου σχεδίου παραγωγικού μετασχηματισμού της ευρύτερης περιοχής του Κυπαρισσιακού Κόλπου με οικολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο, λαμβάνοντας υπόψη την περιβάλλουσα ορεινή και ημιορεινή ζώνη.
7. Ελπίζουμε ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, ιδιαίτερα ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος, θα προχωρήσει τάχιστα στην επεξεργασία ενός νέου Π.Δ., συμβατού με τις κατευθύνσεις του ΣτΕ και το πνεύμα του τόπου.