Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου από την Αυγή

Όσοι τυχόν έχουν παρακολουθήσει τον γράφοντα και τα γραφόμενά του τα τελευταία πέτρινα χρόνια -σε αυτήν ή άλλες εφημερίδες- δικαιούνται να τον εντάξουν στη χορεία των δραχμολάγνων. Ειλικρινά, δεν πρόκειται να παρεξηγηθώ καθόλου. Κι αυτό παρ' ότι οι όροι που σέρνονται στα λαϊκά αναγνώσματα των ημερών, non paper ή... on paper, (συνωμότες, λόμπι δραχμής, «σαλταδόροι» του Νομισματοκοπείου, συνεργάτες Σόιμπλε κ.λπ.) στήνουν στον τοίχο όχι τη διέξοδο που προβάλλουν ακόμη και μετριοπαθείς οικονομολόγοι, όπως ο Κρούγκμαν, αλλά μια κακότεχνη καρικατούρα της.
Παραμένω σταθερός στην άποψη ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία δεν έχουν την παραμικρή ευκαιρία ανάταξης εντός Ευρωζώνης. Κι αυτό ισχύει και για άλλες οικονομίες. Όπως έχει λεχθεί, είναι σαν να βάζεις στη γραμμή εκκίνησης ένα ποδήλατο, ένα αυτοκίνητο Formula κι έναν πύραυλο και να ισχυρίζεσαι ότι έχουν ίσες ευκαιρίες να κερδίσουν την κούρσα. Αυτό ίσχυε και πριν μια δεκαπενταετία, στην εκκίνηση του ευρώ. Αλλά ισχύει πολλαπλάσια σήμερα, που στο μεταξύ το ποδήλατο έχει φορτωθεί με ένα χρέος 200% του ΑΕΠ, ύφεση που ενδέχεται να ξεπεράσει το 40% από την εκκίνησή της το 2008, ανεργία που θα υπερβεί το 30%. Κι επιπλέον του έχουν σκάσει τα λάστιχα, του έχουν τσακίσει τις ακτίνες κι έχουν αφήσει τον ποδηλάτη του εξαντλημένο και χωρίς νερό. Υπάρχει, όμως, πάντα η ισότητα ευκαιριών...
Το γεγονός ότι η απεμπλοκή από την Ευρωζώνη με το μικρότερο δυνατό κόστος και το μεγαλύτερο δυνατό όφελος για την κοινωνική πλειοψηφία περιγράφεται ακόμη ατελώς δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Έτσι κι αλλιώς, το ίδιο το εγχείρημα της Νομισματικής Ένωσης είναι ιστορικά πρωτότυπο και εξελίσσεται βάσει ενός επιμελώς ατελούς σχεδίου, με τραγικές στην περίπτωση της Ελλάδας παρενέργειες. Οι ατέλειες του «σχεδίου Α» είναι αιματηρά μετρημένες. Οι ατέλειες του «σχεδίου Β» απλώς εικάζονται. Ο δημοφιλής αφορισμός κατά της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα είναι ότι «θα μας γυρίσει 35 χρόνια πίσω». Απέναντι σ' αυτή την εικασία υπάρχει η απτή πραγματικότητα της «λύσης» που σταθεροποιεί την Ελλάδα στην Ευρωζώνη: η μνημονιακή «θεραπεία» έχει ήδη οδηγήσει το ΑΕΠ πίσω στο 1999, με ενδεχόμενο να πάει και μια δεκαετία πιο πίσω μόλις αποτυπωθούν τα υφεσιακά αποτελέσματα του τρίτου Μνημονίου, με ανεργία που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στα μεταπολεμικά χρονικά της Ευρώπης, τετραπλάσια του μέσου όρου του ΟΟΣΑ και με την παραγωγική βάση της χώρας είτε διαλυμένη ή υποθηκευμένη στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Αλήθεια, με όρους απασχόλησης, πόσες δεκαετίες πίσω έχει ήδη γυρίσει η ελληνική κοινωνία;
Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα στην πρωτοφανή πολιτική συγκυρία που έχει διαμορφωθεί δεν είναι η ακρίβεια και η τεκμηρίωση με την οποία οφείλουν (οφείλουμε) να περιγράψουν την απεμπλοκή από το ευρώ οι υποστηρικτές της. Το πρόβλημα είναι η συντονισμένη προσπάθεια γελοιοποίησης, υστερικής δαιμονοποίησης, λογοκρισίας και τελικά ποινικοποίησης της πρότασης. Μια παράδοξη συγχορδία επιχειρημάτων, ισχυρισμών, χλευασμών και επιχειρήσεων ανθρωποφαγίας (σ.σ.: με κορυφαία περίπτωση τη Ν. Βαλαβάνη, η οποία συκοφαντήθηκε για να «τεκμηριωθεί» η ιδιοτέλεια της εναλλακτικής) έφερε πιο κοντά από ποτέ τις Βρυξέλλες και την Αθήνα, την κυβέρνηση και τους δανειστές, τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση, το μνημονιακό μπλοκ με το πάλαι ποτέ αντιμνημονιακό, τα ΜΜΕ της διαπλοκής με τους απολογητές της κυβερνητικής συνθηκολόγησης. Μέχρι και μηνύσεις επ' εσχάτη προδοσία κατατέθηκαν, ενώ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., με εισαγγελικού ύφους ερωτήσεις, ζητούν τα πρόσωπα και τα πορίσματα του Plan B φαντάσματος που υποτίθεται ότι εκπόνησε κάποια ομάδα εργασίας στο υπουργείο Οικονομικών. Υποθέτω ότι δεν θα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο απαιτώντας εξηγήσεις για το παράνομο Plan B του Γιούνκερ ή του Τουσκ.
Εδώ δεν πρόκειται απλώς για το εσωκομματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ζήτημα δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας στην οποία αποδίδεται ως μη αναστρέψιμη «εθνική επιλογή» κάτι για το οποίο ουδέποτε ρωτήθηκε ευθέως. Το ερώτημα τίθεται ως εξής: τώρα που το ευρωπαϊκό «κεκτημένο» απογυμνώθηκε από κάθε επίφαση νομιμότητας, αλληλεγγύης και Δημοκρατίας, τώρα που αποκαλύφθηκε ότι στην αυτοκρατορία του ευρώ νόμος είναι το δίκαιο του ισχυρού, δικαιούται αυτή η κοινωνία να ακούσει χωρίς λογοκρισία και εκβιασμούς τις εναλλακτικές και τα επιχειρήματα κάθε πλευράς σε όλο τους το βάθος; Δικαιούται να φτάσει τον προβληματισμό της ώς τα άκρα του; Δικαιούται να κάνει τις επιλογές της άμεσα, χωρίς διαμεσολαβητές και αυθαίρετους ερμηνευτές της βούλησής της, έτσι όπως έκανε σε πείσμα όλων των προγνωστικών στις 5 Ιουλίου;
Έτσι κι αλλιώς, το επόμενο δημοψήφισμα, αν και όποτε γίνει, θα αφορά προφανώς το ερώτημα των 80 δισεκατομμυρίων (του νέου δανείου): Τι και ποιος προεξοφλεί ότι η εικαζόμενη «άβυσσος» του Grexit δεν θα έχει γίνει ελκυστικότερη από την ταφόπλακα του non - exit;