Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Η Αμερικανική αυτοκρατορία και η σχετική αυτονομία του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού

Αποκλειστική αναδημοσίευση από το περιοδικό "Αριστερή Συσπείρωση", του άρθρου των Λίο Πάνιτς, Σαμ Γκίντιν και Σκοτ Μ. Ακουάνο «Η Αμερικανική αυτοκρατορία και η σχετική αυτονομία του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού» σε μετάφραση των Σωτήρη Λαπιέρη και Αναστασίας Σταυροπούλου.

Η Αμερικανική αυτοκρατορία και η σχετική αυτονομία του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού1
Leo Panitch 
Πολιτικές Επιστήμες, York University, Καναδάς
Sam Gindin
Πολιτικές Επιστήμες, York University, Καναδάς
Scott M Aquanno
Σπουδές Κοινοτικής Ανάπτυξης και πολιτικής, York University, Καναδάς


Σύνοψη

Αυτό το άρθρο εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά κράτη και στην άτυπη αμερικανική αυτοκρατορία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασισμένο στη νέο-Μαρξιστική θεωρία, επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης της πολιτικής αντιμετώπισης της εξελισσόμενης κρίσης της ευρωζώνης πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τους βαθύτερους προσδιορισμούς των τροχιών που ακολούθησαν τα κράτη της Βορείου Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης κατά την πορεία δημιουργίας του παγκόσμιου καπιταλισμού από το 1945. Αυτό συμπεριλαμβάνει, συγκεκριμένα, τη λήψη σοβαρά υπόψη της ηγετικής ευθύνης που είχε, και ακόμη έχει, το Αμερικανικό κράτος για τη διασφάλιση των όρων κεφαλαιακής συσσώρευσης διεθνώς, ακόμη και εάν τα άλλα καπιταλιστικά κράτη διατηρούν τη «σχετική αυτονομία» τους στο εσωτερικό της άτυπης Αμερικανικής αυτοκρατορίας.

Όταν, το 2007-08, ξέσπασε η πρώτη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 21ου αιώνα, η διατύπωση προβλέψεων, για έξοδο διαφόρων χωρών από την αμερικανοκεντρική παγκόσμια οικονομία μέσω της υιοθέτησης μέτρων προστατευτισμού, ήταν κάτι αρκετά σύνηθες. Συγκεκριμένα, πολλοί Ευρωπαίοι σχολιαστές εκφράζονταν με αξιοσημείωτη Schadenfreude2 για την ζημιά που, λόγω έλλειψης υπευθυνότητας και προνοητικότητας , είχε προκαλέσει στον ίδιο του τον εαυτό ο «Αγγλο- Αμερικάνικος καπιταλισμός, ενώ ταυτόχρονα ανακήρυσσαν την «Ευρολάνδη»3 ως την νέα κανονιστική αναφορά για τον πολιτισμένο καπιταλισμό (White 2008). Το γεγονός αυτό αντανακλούσε τον τρόπο σκέψης που εδώ και καιρό είχε εμπνεύσει την κυρίαρχη προσέγγιση στην συγκριτική πολιτική οικονομία, τα «μοντέλα καπιταλισμού»4, η οποία για κάμποσες δεκαετίες παρουσίαζε το Ευρωπαϊκό μοντέλο της «συντονισμένης οικονομίας της αγοράς» ως ανώτερο, με όρους ανταγωνιστικότητας, σταθερότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης, έναντι του Αμερικάνικου μοντέλου της «φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς». Παρ’ όλα αυτά, η αντιμετώπιση των δυο αυτών μοντέλων ως δοχείων, μη συγκοινωνούντων μεταξύ τους, αποτύγχανε να κατανοήσει επαρκώς (όπως μετέπειτα αναγνώριζε ακόμη και ο Peter Hall, εξέχουσα φιγούρα της σχολής των «μοντέλων του καπιταλισμού») την κοινή νεοφιλελεύθερη τροχιά που είχε ακολουθήσει η ίδια η ηπειρωτική Ευρώπη από τη δεκαετία του ’80i.

Ο βασικός στόχος του άρθρου, είναι η εξέταση της σχέσης ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά κράτη και την άτυπη Αμερικάνικη αυτοκρατορία. Υποστηρίζει ότι κάθε προσπάθεια κατανόησης της εξελισσόμενης κρίσης της ευρωζώνης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τους βαθύτερους προσδιορισμούς των τροχιών που ακολούθησαν η Αμερική και η Δυτ. Ευρώπη κατά την πορεία δημιουργίας του παγκόσμιου καπιταλισμού από το 1945. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ιδέες νεομαρξιστικών θεωριών, σχετικά με το τι είναι αυτό που καθιστά μόνο «σχετική» την «αυτονομία» οποιουδήποτε κράτους σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Όλα τα κράτη στις καπιταλιστικές κοινωνίες εξαρτούν τα φορολογικά τους έσοδα και την λαϊκή νομιμοποίηση από την επιτυχία την καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εντός αυτού του πλαισίου οφείλεται να εξετάζεται ο συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό κάθε κράτους, καθώς και το εύρος και ο χαρακτήρας των δυνατοτήτων κάθε κράτους, ώστε να γίνει ορθά αντιληπτή και η σημασία και τα όρια των διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις αποκαλούμενες «φιλελεύθερες» και «συντονισμένες» οικονομίες της αγοράς, όπως επίσης των διαφοροποιήσεων μεταξύ των εποχών του Κεϋνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Βέβαια, αυτό απαιτεί την ενασχόληση με τις ασυμμετρίες ανάμεσα σε κράτη και την λήψη σοβαρά υπόψη της ηγετικής ευθύνης που είχε, και ακόμα έχει, το Αμερικάνικο κράτος στη διασφάλιση των συνθηκών της κεφαλαιακής συσσώρευσης διεθνώς, ακόμα και αν τα άλλα καπιταλιστικά κράτη διατηρούν ένα βαθμό «σχετικής αυτονομίας» στο εσωτερικό της άτυπης αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Η θέση αναπτύσσεται σε δυο τμήματα. Το πρώτο τμήμα εξετάζει τις αντιθέσεις που ανέκυψαν κατά τις δεκαετίες του ’60 και ’70, καθώς και την ανάπτυξη νέων θεσμικών διασυνδέσεων που σχεδιάστηκαν ώστε να οριοθετούν εντάσεις και να καλλιεργούν σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την σχετικά αυτόνομη Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στην πορεία οικοδόμησης του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στις δεκαετίες του ’80 κι ’90. Το τμήμα αυτό σημειώνει ότι ενώ ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, κατά την μεταπολεμική εποχή, επέτρεπε, στο έναν ή στον άλλο βαθμό, την λήψη μέτρων Κεϋνσιανού κοινωνικού κράτους, οι σπόροι του νεοφιλελευθερισμού ήταν ήδη παρόντες δια της διεθνοποίησης της παραγωγής και της χρηματοοικονομίας που συνέβη κατά την ίδια μεταπολεμική εποχή, και τροφοδοτήθηκαν από τις εγγενείς αντιφάσεις του Κεϋνσιανού κοινωνικού συμβιβασμού. Συνεπώς, η αργή μετάβαση προς τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η επέκταση των χρηματοπιστωτικών σχέσεων που αυτή συνεπαγόταν, όχι μόνο εξέφρασε αλλά εμβάθυνε ποικιλοτρόπως την άτυπη αυτοκρατορία των ΗΠΑ. Επέκτεινε την παγκόσμια εμβέλεια αρμοδιοτήτων της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) και του Υπουργείου Οικονομικών και ενίσχυσε την σχετικότητα της Ευρωπαϊκής αυτονομίας. Βασιζόμενο σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, το δεύτερο τμήμα του άρθρου αναλύει τις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης κατά την πρώτη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 21ου αιώνα. Η σύνθετη και αλληλοδιαπλεκόμενη φύση της διεθνούς αγοράς πίστης και ο κεντρικός ρόλος των Αμερικάνικων χρηματοπιστωτικών εταιρειών στη διαμεσολάβηση του παγκόσμιου κεφαλαίου σήμαινε ότι ενώ οι ενέργειες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με αυστηρά εγχώριους όρους, το πραγματικό αποτέλεσμα και το εύρος των ενεργειών της είχε έναν πολύ πιο διεθνή χαρακτήρα. 

Η μεταπολεμική διεθνοποίηση των Ευρωπαϊκών κρατών: Από το σχέδιο Μάρσαλ στον νεοφιλελευθερισμό

Οι ρίζες του σημερινού νεοφιλελεύθερου παγκόσμιου καπιταλισμού και η πολιτικο-οικονομική σχετικότητα της Ευρωπαϊκής αυτονομίας εντοπίζονται πίσω στην Αμερικάνικη διάσωση του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο για κάθε δολάριο βοήθειας «απαιτούσε από την δικαιούχο χώρα να τοποθετεί ένα αντίστοιχο ποσό εγχώριου νομίσματος σε ένα Ταμείο Αντικαταβολών5, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν μόνο για σκοπούς εγκεκριμένους από την κυβέρνηση των ΗΠΑ», σηματοδότησε την δέσμευση του αμερικάνικου κράτους ως προς την διασφάλιση των ευρωπαϊκών κρατών ως καπιταλιστικών κρατών, ενώ την ίδια στιγμή καθιστούσε εφικτή την διασφάλιση της συνεργασίας από πλευράς των εργαζομένων σε αυτή την διαδικασία (Delong and Eichengreen, 1991: 46-48, 51-53). Ο μεταπολεμικός ταξικός συσχετισμός δύναμης σήμαινε ότι η εργασία δεν μπορούσε να καταπιέζεται όπως παλαιότερα και αυτό αποτυπωνόταν, τόσο στην ισχύ της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και στην ισχύ των συνδικάτων στην μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά και στις Κεϋνσιανές μακροοικονομικές πολιτικές που προέκυπταν από αυτό το συσχετισμό. Όμως, το γεγονός αυτό καθιστούσε όλο και πιο σημαντική για το Αμερικάνικο και το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο, την επαναφορά της επιβολής χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος. 

Ήδη από το 1948, ο Per Jacobsson, που διοικούσε αποτελεσματικά της Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών6 από την ίδρυσή της και στη συνέχεια θα οριζόταν επικεφαλής του ΔΝΤ, διαβεβαίωνε τους αμερικάνους πολιτικούς ιθύνοντες ότι κάτι που αποκαλούσε νεοφιλελευθερισμό άρχιζε να «κερδίζει έδαφος» στην Ευρώπη: οι έλεγχοι τιμών «αντικαθιστούνταν από το συνήθη χρηματοπιστωτικό έλεγχο, συμπεριλαμβάνοντας τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών, τον περιορισμό του κυκλοφορούντος χρήματος μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού και τον περιορισμό της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών προς στήριξη των κρατικών ομολόγων». Ωστόσο, επέμενε, ότι αυτή η επιτυχία σχετικά με τη χρηματοπιστωτική πειθαρχία, ήταν πραγματικά σημαντική μόνο ως συμβολισμός μιας βαθιάς μεταβολής που είχε συμβεί στον πολιτικό συσχετισμό δύναμης, όπου όπως επεσήμανε, μη-σοσιαλιστικά κόμματα πλειοψηφούσαν στα 13 από τα 16 Ευρωπαϊκά κράτη (BIS, 1948:185). Βέβαια, ακόμα και σε αυτές τις χώρες, η «φιλελευθεροποίηση» ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Έπρεπε να γίνουν πραγματιστικοί συμβιβασμοί ώστε να αναδομηθούν οι υποδομές της κοινωνίας, να αφεθεί χώρος για ιδιωτικές επενδύσεις και να υπάρξει ανταπόκριση στις υψηλές απαιτήσεις των αγροτών και των εργατών. 

Όπως φάνηκε, το ζήτημα της μεταπολεμικής Ευρωπαϊκής συσσώρευσης υπερβλήθηκε με εντυπωσιακό τρόπο. Καθοριστική συμβολή σε αυτό το γεγονός, είχε η Αμερικάνικη υποστήριξη- κάποιος θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει ενορχήστρωση- της Ευρωπαϊκής περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης. Αυτή εκκινήθηκε με τις ριζικές υποτιμήσεις που επέβαλαν τα Ευρωπαϊκά κράτη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και έθεσε τα θεμέλια για την μετατόπιση του εμπορικού ισοζυγίου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που έγινε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Βέβαια, οι Ευρωπαϊκές ελίτ έπαιξαν βασικό ρόλο στην λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωση Πληρωμών (ΕΣΠ)7, καθώς και στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951 και στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμάται η καταλυτικός ρόλος των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι ΗΠΑ προσέφεραν αποφασιστική στήριξη στη διαδικασία που οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνονταν ξεκάθαρα τη σημασία της οικονομικής ενοποίησης για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών κρατών και επειδή αυτά τα ενισχυμένα κράτη ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επέκταση της φιλελευθεροποίησης. Περαιτέρω, ο κεντρικός ρόλος της Δυτικής Γερμανίας στο πλαίσιο της περιφερειακής οικονομίας ήταν πλήρως συμβατός με τον ειδικό ρόλο που έπαιζε το Αμερικάνικο κράτος, με τρόπους που υπερέβαιναν τους μεταπολεμικούς διακανονισμούς στον στρατιωτικό τομέα και στο τομέα της ασφάλειας. Κατά τα χρόνια της διαμόρφωσης, «η Δυτική Γερμανία, αντιπροσώπευε τον σχεδόν ιδεατό τύπο ενός “υπο- διείσδυση συστήματος8”». Η Αμερικάνικη ηγεμονία και το Σχέδιο Μάρσαλ όρισαν με καθοριστικό τρόπο την ενσωμάτωσή της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα του φιλελευθεροποιημένου εμπορίου και των φιλελευθεροποιημένων συναλλαγών» (Kreile, 1978:194). 

Ο καθοριστικός παράγοντας πίσω από την έκρηξη των Άμεσων Επενδύσεων των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’50, βρίσκεται στη συνειδητοποίηση από τις πολυεθνικές εταιρείες ότι η καπιταλιστική ανοικοδόμηση των χωρών της Ευρώπης και των οικονομιών τους, συμπεριλαμβανομένων των Κεϋνσιανών μέτρων κοινωνικού κράτους που έθεσαν τα θεμέλια για την μαζική καταναλωτική ζήτηση, είχε θέσει με επιτυχία τους βασικούς δομικούς όρους για την οικονομική ανάπτυξη και την κερδοφορία των επενδύσεων. Η σχηματοποίηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την Συνθήκη της Ρώμης, που σύντομα ακολουθήθηκε από την πλήρη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων το 1958, σήμαινε ότι οι Αμερικάνικες πολυεθνικές μπορούσαν να εγκατασταθούν και να πουλήσουν εντός της Κοινής Αγοράς. Αντί να προσπαθήσουν να περιορίσουν τη διείσδυση του κεφαλαίου ΗΠΑ, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για την προσέλκυση Αμερικάνικων επενδύσεων, προσφέροντας ειδική μεταχείριση στο ξένο κεφάλαιο· έτσι θέσπισαν εντός των συνόρων τους φορολογικά και εργασιακά καθεστώτα περισσότερα ευνοϊκά για το σύνολο των κεφαλαίων -ξένων και εγχώριων.

Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε το σκηνικό για την εγκαθίδρυση του Αμερικάνικου κεφαλαίου, ως ταξική δύναμη εντός των Ευρωπαϊκών κοινωνικών σχηματισμών. Όσο οι Αμερικανικές πολυεθνικές διείσδυαν στις πατρίδες των ευρωπαϊκών εταιρειών, τόσο οι τελευταίες αποκτούσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γίνονταν περισσότερο ικανές για να διεισδύσουν άμεσα στην αγορά των ΗΠΑ. Από αυτό το σημείο και έπειτα, η ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών εταιρειών εντός των ΗΠΑ γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή ως δείγμα του διαρκούς περιορισμού της υλικής βάσης της Αμερικανικής ηγεμονίας. Όμως, αυτή η αντίληψη, έχανε το γεγονός ότι ενώ ο αυξανόμενος ανταγωνισμός έπαιρνε τη μορφή αμφίδρομων διασυνοριακών και διατλαντικών δικτύων διασυνδεόμενης παραγωγής, παράλληλα οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές σφυρηλατούσαν τους δεσμούς τους με τους Αμερικάνους καπιταλιστές, και εντός της Ευρώπης και εντός των ΗΠΑ, κάτι που στην πραγματικότητα ενίσχυε τις υλικές βάσεις της Αμερικάνικης αυτοκρατορικής ηγεμονίας. Οι Ευρωπαίοι κεφαλαιοκράτες, ακόμα και όταν προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα τόσο εντός κάθε κράτους όσο και εντός των θεσμών της Κοινής Αγοράς, δεν αποτελούσαν πλέον «εθνικές αστικές τάξεις» με τάση προς τον αντι-αμερικανισμό, πόσο μάλλον προς την αναβίωση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. 

Η σημασία του συγκεκριμένου μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω μια κατάλληλης ερμηνείας του τι σήμαινε η την διεθνοποίηση του καπιταλιστικού κράτους. Η δημιουργία νέων διεθνών θεσμών κατά την μεταπολεμική περίοδο δεν ισούται με τις απαρχές ενός πρώιμου παγκόσμιου κράτους9· Αυτοί οι θεσμοί θεσπίστηκαν από εθνικά κράτη και ήταν ενσωματωμένοι εντός της Αμερικάνικης ηγεμονίας. Τα εθνικά κράτη παρέμειναν οι βασικοί υπεύθυνοι για την αναδιοργάνωση και αναπαραγωγή, εντός των δικών τους χωρών, των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών (ιδιοκτησίας, νομίσματος, των αγορών και των συμβατικών και ταξικών σχέσεων). Όμως πλέον διεθνοποιούνταν με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες φορές. Πλέον όφειλαν και εκείνα να δεχτούν μέρος της ευθύνης για την προώθηση της κεφαλαιακής συσσώρευσης με έναν τρόπο τέτοιο που θα συνέβαλε στην διεθνή καπιταλιστική τάξη της οποίας τη διαχείριση ηγούνταν η Αμερική. Το παραπάνω δεν αποτελούσε ακριβώς υπαγόρευση του Αμερικάνικου κράτους προς τα άλλα κράτη · περισσότερο «έθετε τις παραμέτρους εντός των οποίων [τα άλλα κράτη] διαμόρφωναν την πορεία των ενεργειών τους» (Lundset, 2003:64). Με αυτόν τον τρόπο, εκφράστηκε η άτυπη Αμερικάνικη αυτοκρατορία μέσω της σχετικής αυτονομίας των Ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. 

Έτσι λοιπόν, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η εξωτερίκευση των Αμερικάνικων πρακτικών και θεσμών, που μέχρι τη δεκαετία του ’60 είχε δημιουργήσει ένα μοτίβο αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο καπιταλισμό, κατέστη δυνατό να επεκταθεί μόνο παράλληλα με την αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών, καλλιέργησε παράλληλα το έδαφος, τόσο για τον νεοφιλελευθερισμό, όσο και για την διασφάλιση της επέκτασης της άτυπης Αμερικάνικης αυτοκρατορίας. Από αυτή την σκοπιά, οι Λονδρέζικες αγορές Ευρωδολαρίων και Ευρωπαϊκών ομολόγων δεν συνιστούσαν απειλή, αλλά αντίθετα δρούσαν συμπληρωματικά με το ρόλο της Νέας Υόρκης ως του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού κέντρου. Στην πραγματικότητα, οι Αμερικάνικες εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες κυριάρχησαν γρήγορα και στο ίδιο το Λονδίνο (Schenck, 1998:230-232). Αλλά μπροστά στην συσσώρευση δολαριακών πλεονασμάτων στην Ευρώπη, τόσο για την Αμερική όσο και για την Ευρώπη, διαμορφώθηκε ένα κεντρικό δίλλημα πολιτικής: πως θα διατηρούταν το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που στηριζόταν στο δολάριο, χωρίς να κινδυνεύσει ούτε η οικονομική ανάπτυξη ούτε και η διαρκής φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και των κεφαλαιακών ροών. 

To δίλημμα αυτό κατέστη το βασικό ζήτημα για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά την δεκαετία του ’60, παράγοντας σημαντικά αποτελέσματα στο ίδιο το Αμερικάνικο κράτος. Μπροστά στα τεράστια μεγέθη ιδιωτικού ξένου χρέους και τις ασταθείς βραχυπρόθεσμες κινήσεις κεφαλαίων, που προέκυπταν από την διαρκή ουσιώδη διασύνδεση των αγορών κεφαλαίου Ευρώπης και Αμερικής, η διατήρηση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, ως αντισταθμιστική ενέργεια, καθίστατο όλο και πιο δύσκολη. Σε αυτά τα πλαίσια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Ν. Υόρκης ενεπλάκη περισσότερο στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η οποία, αφού επλήγη η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών, βρήκε έναν νέο ρόλο για τον εαυτό της, ως το πεδίο όπου συνευρίσκονταν όλοι οι κεντρικοί τραπεζίτες (όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά όλων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών), ώστε να επεξεργαστούν τις πολιτικές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος (Axelrod, 2009:26/ Andrews, 2008:101). Ταυτόχρονα, το Αμερικάνικο Υπουργείο Οικονομικών αποτέλεσε το κέντρο διαμόρφωσης ενός νέου θεσμικού εξοπλισμού, καθοριστικού για την περαιτέρω διεθνοποίηση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Στο βαθμό που υπήρχε μια μακροπρόθεσμη Αμερικάνικη στρατηγική για την αντιμετώπιση της δολαριακής κρίσης της δεκαετίας του ’60, αυτή είχε ως στόχο το περαιτέρω άνοιγμα και την εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών κεφαλαιακών αγορών. 

Όπως ακριβώς το ΥΠΟΙΚ είχε κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση των νέων forum και μηχανισμών για την, στα πλαίσια του Bretton Woods, διεθνή διαχείριση της δολαριακής κρίσης αντίστοιχα κεντρικό ρόλο κατείχε πλέον στην αποσυναρμολόγηση αυτού του πλαισίου. Η διαδικασία αυτή δεν περιελάμβανε την οπισθοχώρηση από το μοντέλο πολυμερούς διαχείρισης των αντιφάσεων και αντιθέσεων των θεσμών του Bretton Woods, αλλά πολύ περισσότερο, σήμαινε από πλευράς του ΥΠΟΙΚ και της Ομοσπονδιακής τράπεζας, την ενεργοποίηση, καθώς οι ΗΠΑ κινούνταν αναπόδραστα προς το σπάσιμο της σύνδεσης του δολαρίου με το χρυσό, όλων των δεσμών που είχαν αναπτυχθεί με τα υπουργεία οικονομικών και τις κεντρικές τράπεζες των άλλων χωρών. Ενώ η αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό μείωσε κάποιους από τους περιορισμούς που επιβάλλονταν στις ΗΠΑ (ο κίνδυνος δηλαδή να επιλεχθεί από κάποιες χώρες ο χρυσός έναντι του δολαρίου), παράλληλα επέκτεινε όχι μόνο τον διεθνή χαρακτήρα του ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, αλλά και τις ευθύνες τους. Αυτό που επί της ουσίας συνέβαινε, ήταν μια μετάβαση από τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες που είχαν σχεδιαστεί για να ενισχυθεί η καπιταλιστική ανοικοδόμηση μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πληρωμών, στην ανάπτυξη ενός πλαισίου, όσον αφορά το δίκαιο, τους θεσμούς και την αγορά, που θα διασφάλιζε την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση εν μέσω κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών συνδεδεμένων με το δολάριο και τα Αμερικάνικα κρατικά ομόλογα. 

Οι δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στο προσωπικό του Αμερικάνικου ΥΠΟΙΚ και τα στελέχη των ΥΠΟΙΚ άλλων χωρών έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της φιλελευθεροποίησης των χρηματοπιστωτικών ροών, καθώς ξεκινούσε το τέλος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πράγματι, η διαχείριση της αστάθειας που προκλήθηκε από την ένταση του ανταγωνισμού και της κινητικότητας των κεφαλαίων απαιτούσε μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση και συνεργασία. Χαρακτηριστικό ήταν ότι οι ίδιες δομές στις οποίες, κατά την δεκαετή προσπάθεια διάσωσης του Bretton Woods, συνευρέθηκαν τα ανώτατα στελέχη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, πλέον αποτέλεσαν τα κέντρα για την εγκαθίδρυση του δικαϊκού και θεσμικού πλαισίου των κυμαινόμενων ισοτιμιών. Σε αυτά τα πλαίσια, τα ιδιωτικά δείπνα στα οποία παρευρίσκονταν μόνο Αμερικάνοι, Βρετανοί, Γερμανοί και Γάλλοι αξιωματούχοι, κατά την διάρκεια των συναντήσεων των G10, ήταν το πιο οικείο πεδίο συνεύρεσης. 

Εξαιρετικά σημαντικό γεγονός ήταν ότι η στήριξη για πειθαρχία της αγοράς, συνοδευόταν, ήδη, από την διαχείριση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού ρίσκου και της αστάθειας από το ίδιο το Αμερικάνικο κράτος. Για παράδειγμα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης έπαιξε ενεργά το ρόλο του δανειστή έσχατης καταφυγής, δανείζοντας στην αναξιόχρεη «Franklin National Bank», στη βάση του ότι «η αποτυχία της Franklin, να ανταποκριθεί σε έναν τόσο μεγάλο όγκο διεθνών δεσμεύσεων, θα οδηγούσε σε μια κρίση εμπιστοσύνης στις αγορές συναλλάγματος και πιθανόν σε μια διεθνή τραπεζική κρίση» (Spero, 1999, 131:41-42/ White, 1992:29). Σε αντίθεση με την προσεκτική διαχείριση της κρίσης της Franklin, η Bundesbank άφησε την Bankhaus I.D. Herstatt of Cologne να καταρρεύσει, τον Ιούνη του 1974. Καθώς η κρίση της Herstatt διαχύθηκε αμέσως στις αγορές του διεθνούς διατραπεζικού δανεισμού, η Bundesbank διδάχθηκε ένα μάθημα για την διεθνοποίηση του κράτους και τελικά ανέλαβε την ευθύνη της αποπληρωμής των πιστωτών της Herstatt. Μετά από αυτό, οι ρυθμιστές του τραπεζικού συστήματος σε διάφορες χώρες, διατήρησαν στενή επαφή μεταξύ τους, ανταλλάσοντας από τους προσωπικούς του τηλεφωνικούς αριθμούς, μέχρι πληροφορίες, ώστε να μπορούν να ενεργούν με συντονισμένο τρόπο ως μια συνεργαζόμενη ομάδα «πυροσβεστών» προς αντιμετώπιση των διεθνών χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Όμως, η θεσμική ευθύνη για την επίβλεψη των φιλελευθεροποιημένων χρηματοπιστωτικών αγορών κατέληξε να εναποτίθεται, με αναβαθμισμένο τρόπο, στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα και το Αμερικάνικο ΥΠΟΙΚ. 

Νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση: Ευρωπαϊκή και Αμερικάνικη

Η στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό στις ΗΠΑ και ακολούθως σχεδόν σε πλανητικό επίπεδο, αποτέλεσε την απάντηση στον στάσιμο πληθωρισμό και την έντονη ταξική σύγκρουση της δεκαετίας του ’70. Η δρακόντεια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, που εφαρμόστηκε αρχικά από τον Paul Volker το 1979, ύστερα από πίεση τόσο της Γερμανική Κυβέρνησης και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Bundesbank), όσο και των χρηματοπιστωτικών αγορών, σχεδιάστηκε ώστε να εγκαθιδρύσει μια μόνιμη αντιπληθωριστική παράμετρο, που θα διασφάλιζε ότι το δολάριο, με τη στήριξη των Αμερικάνικων κρατικών ομολόγων, θα αποτελούσε ένα αξιόπιστο αποθεματικό νόμισμα για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά, όπως είδαμε, η απόρριψη των Κεϋνσιανών πολιτικών πλήρους απασχόλησης, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, παρά μόνο υπό το πρίσμα της σταθερής ανάπτυξης των χρηματοπιστωτικών αγορών καθ' όλη την μεταπολεμική περίοδο καθώς και υπό το πρίσμα των αυξανόμενων αρμοδιοτήτων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του Υπουργείου Οικονομικών για την αναπαραγωγή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό σήμαινε, ότι ο νεοφιλελευθερισμός, όχι μόνο αναδύθηκε μέσα από τις αντιφάσεις του Κεϋνσιανού κοινωνικού συμβιβασμού, αλλά και ότι, ήδη από την αρχή, η κοινωνική του αναπαραγωγή ήταν συνδεδεμένη με την ταξική διάρθρωση και τους θεσμικούς διακανονισμούς που είχαν διαμορφωθεί από το Αμερικάνικο κράτος κατά την μεταπολεμική περίοδο, με στόχο την διαχείριση της ρευστότητας των φιλελευθεροποιημένων χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτή η ιστορική σχέση αποτέλεσε, πάνω από όλα, προϋπόθεση της αυτονομίας του ευρωπαϊκού καπιταλισμού την περίοδο που ακολούθησε μετά το 1978, συμπεριλαμβανομένης και της κρίσης της ευρωζώνης. 

Η συνεχώς μεγαλύτερη πίεση προς την συγκρότηση της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης κατά τη δεκαετία του ’80, σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν βυθισμένη σε εσωτερική αναπτυξιακή στασιμότητα, πρέπει συνεπώς να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα της διαρκώς συνεχιζόμενης ενοποίησης του Ευρωπαϊκού και Αμερικάνικου καπιταλισμού. Ο σχηματισμός του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1979- «η πιο αξιοσημείωτη εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που έβγαινε από την μακρά κρίση του 1969 με 1983»- ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα προς το κοινό νόμισμα (Moravcsik, 1998:238). Παρά το γεγονός ότι το ΕΝΣ δημιουργήθηκε σε μια περίοδο σημαντική τριβής ανάμεσα στις κυβερνήσεις Χέλμουτ Σμιτ και Κάρτερ και ειδώθηκε με σχετική καχυποψία, ως μια ακόμα κίνηση με την οποία η Γερμανία προσπαθούσε να μεταφέρει στις ΗΠΑ το βάρος της νομισματικής προσαρμογής, το Αμερικάνικο ΥΠΟΙΚ έλαβε τη ρητή απόφαση να κρατήσει ουδέτερη στάση έναντι του ΕΝΣ (Funabashi, 1998).

Αυτό που ανησυχούσε περισσότερο τις ΗΠΑ, ήταν η εμφανής επιμονή της Δυτικοευρωπαϊκής Αριστεράς σε ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές πολιτικές επιλογές και, ειδικά, η εκλογική νίκη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος τον Μάη του 1981, με ένα ριζοσπαστικό Κεϋνσιανό πρόγραμμα τόνωσης της οικονομίας, που αναπτύχθηκε σε συνεργασία με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Johnson 1981/ Sassoon, 1996). Όπως είπε αργότερα ο Ζακ Ντελόρ, Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών στη νέα κυβέρνηση, «όταν οι Σοσιαλιστές Υπουργοί λάμβαναν μέρος σε διεθνείς συναντήσεις αντιμετωπίζονταν λες και είχαν έρθει από άλλον πλανήτη, με μια κόκκινη σημαία να ανεμίζει στα χέρια τους». Αυτή η εχθρότητα ήταν δύσκολο να γίνει ανεκτή από έναν Γάλλο Πρόεδρο που γινόταν αντιληπτός ως «ο καλύτερος σύμμαχος του Ρέιγκαν» εναντίον της ΕΣΣΔ κατά την κρίση των Ευρωπυραύλων (το βασικό μέτωπο του Νέου Ψυχρού Πολέμου της δεκαετίας του ’80) και ο οποίος ήθελε να αντιμετωπίζεται ως «υπεράνω πάσης υποψίας» προδοσίας της «Ατλαντικής υπόθεσης» (Singer 1998:103, 223, 226). Αλλά αυτό που πάνω από όλα, επικαθόρισε την στροφή 180ο μοιρών της Γαλλικής Σοσιαλιστικής Κυβέρνησης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ήταν η σοβαρή πίεση που δέχτηκε το φράγκο στις αγορές, εντός ενός πλαισίου πολιτικών υψηλών επιτοκίων και λιτότητας, που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και, ιδιαίτερα, η Γερμανία. Αντιμέτωπη με τις δυσχέρειες εφαρμογής του «Κεϋνσιανισμού σε μια χώρα», η Γαλλία προσδέθηκε στενά στην μονεταριστική ορθοδοξία της Bundesbank και στην «συνεπή δέσμευση για αντιπληθωριστικές πολιτικές» (Moravcsik, 1999:247). Για τον Μιτεράν, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση πήρε τη θέση του σοσιαλισμού ως το μεγάλο σχέδιο που δικαιολογούσε αυτή την στροφή» (Moss, 2005:19). Οι ηγέτες του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος υποστήριξαν ακόμα και την ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων που είχαν προηγουμένως εθνικοποιήσει οι ίδιοι, ενώ «οι έννοιες τάξη και καπιταλισμός, ακόμα και η λέξη σοσιαλισμός, εξαφανίστηκαν από το λεξιλόγιό τους» (Singer, 1998:267). Ως προς τα παραπάνω, δεν ήταν μόνοι τους, καθώς η σοσιαλδημοκρατία ακολουθούσε μια αντίστοιχη πορεία σε όλη την Ευρώπη. 

Οι σοσιαλδημοκράτες, σαν τον Ντελόρ, που έπαιξαν ηγετικό ρόλο για την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1986, εναπόθεσαν τις ελπίδες του στην «Κοινωνική Χάρτα», ως αντάλλαγμα της διευκόλυνσης που παρείχαν για τη δημιουργία «μιας Ευρώπης του εμπορίου και του κεφαλαίου». Αυτό που απέτυχαν να κατανοήσουν, ήταν ότι «είχαν ήδη πετάξει τους κρυφούς άσσους που διέθεταν» (Lipietz, 1992:156-159/ Durand and Kucheyan, σε αυτό το τεύχος). Με βεβαιότητα, ο δρόμος προς την κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά ενίσχυσε τις πιέσεις για ένα κοινό νόμισμα, το οποίο θα εξάλειφε τους περιορισμούς στο εσωτερικό εμπόριο και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την υποστήριξη προς την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Η συνάντηση των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρώπης το 1988 υπό το σύνθημα- στόχο της Κομισιόν με πρόεδρο τον Ντελόρ, για επίτευξη νομισματικής ενοποίησης εντός μιας δεκαετίας, κατέληξε ότι αυτός ο στόχος εξαρτάτο από την συγκέντρωση αρμοδιοτήτων νομισματικής πολιτικής σε μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με πρότυπο την ΒBundesbank, και στην υιοθέτηση ενός δημοσιονομικού «συμφώνου σταθερότητας» το οποίο περιελάμβανε τους ίδιους κανόνες για τα ελλείμματα προϋπολογισμού που είχαν ήδη εξαναγκάσει τη Γαλλία σε στροφή 180ο μοιρών (Dyson κ.α., 2002:176). 

Όμως ακόμα πιο αξιοσημείωτη ήταν η κεντρική προϋπόθεση για τη δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς: η άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων ήδη από την αρχή της διαδικασίας νομισματικής ενοποίησης, αντί της άρσης των ελέγχων στο τέλος αυτής της διαδικασίας. Σε αυτήν τη βάση και εν όψει της υιοθέτησης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το Συμβούλιο Υπουργών εξέδωσε Οδηγία σύμφωνα με την οποία, μέχρι τον Ιούλη του 1990, απαιτούνταν η άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τόσο ανάμεσα στα κράτη- μέλη, όσο και με χώρες μη- μέλη10. Βραχυπρόθεσμα, η απόφαση αυτή οδήγησε σε ένα όργιο κερδοσκοπίας επί των Ευρωπαϊκών νομισμάτων, τα οποία, πλέον, δεν προστατεύονταν με κεφαλαιακούς ελέγχους, αλλά και σε ευρύτερες χρηματοπιστωτικές κρίσεις (όπως η κατάρρευση του Σουηδικού τραπεζικού συστήματος) μαζί με ενίσχυση των πιέσεων από τις αγορές για επιβολή λιτότητας στο δημόσιο. Παρά το γεγονός ότι η νομισματική κρίση αποσταθεροποιούσε το ΕΝΣ και επέβαλε την υιοθέτηση ενός ακόμα πιο χαλαρού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ο ενστερνισμός των παραπάνω μέτρων από τα Ευρωπαϊκά κράτη σήμαινε ότι μπορούσε να συνεχιστεί η πορεία προς το ενιαίο νόμισμα, με βέβαιη την επικράτηση της «πειθαρχίας». 

Το γεγονός αυτό είχε πολύ περισσότερο να κάνει με το ό,τι συνέβη εντός του πλαισίου του μετασχηματισμού του Ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της παραγωγής κατά τα Αμερικάνικα πρότυπα, παρά με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Οι τράπεζες της Wall Street ήταν πολύ πιο επιτυχημένες εντός της ηπείρου, στην έκδοση μετοχών, στην υλοποίηση συγχωνεύσεων και εξαγορών, αλλά και στην δημιουργία και το εμπόριο παραγώγων (Ellis, 2009:520-521). Καθώς οι μεγάλες Γερμανικές τράπεζες προσπαθούσαν να ανταγωνιστούν τις Αμερικάνικες επενδυτικές τράπεζες στο δικό τους τερέν, ανακάλυψαν ότι υπήρχε η πιθανότητα να ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του ρόλου των τραπεζών ως συμβούλων, από τη μια, και του ρόλου τους ως ιδιοκτητών, από την άλλη, κατά τον διακανονισμό συγχωνεύσεων και εξαγορών. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην εξασθένηση των παλαιών δεσμών ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τον βιομηχανικό τομέαii. Ταυτόχρονα, οι κεφαλαιακές δαπάνες των Αμερικάνικων πολυεθνικών υπερδιπλασιάστηκαν σε αξία κατά τα πρώτα πέντε χρόνια από την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1986, και συνέχιζαν να αυξάνονται κατά τη δεκαετία του 1990. Και όπως ακριβώς το Αμερικάνικο κεφάλαιο, είχε αρχικά ενθαρρύνει τη δημιουργία της Κοινής Αγοράς, θεωρώντας ότι εξυπηρετούσε το στόχο τους για ενοποίηση της παραγωγής και των αγορών από άκρη σε άκρη στην Ευρώπη, πλέον συνέχιζε να είναι η ηγετική επιχειρηματική δύναμη στην ενδο-Ευρωπαϊκή διασυνοριακή παραγωγή. Ενώ η Opel (General Motors) ή η Ford δεν διέθεταν στη Γερμανία, αντίστοιχη πολιτική επιρροή με την Volkswagen ή την Daimler, οι δραστηριότητες τους ήταν πολύ πιο πλατιά κατανεμημένες στις χώρες που αποτελούσαν την «Ενιαία Ευρώπη», βρισκόμενοι με αυτόν τον τρόπο πιο κοντά από ότι οι ανταγωνιστές τους στην υλοποίηση του ιδεατού της πανευρωπαϊκής επιχείρησηςiii. Η αμφίδρομη ροή Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) στον Ατλαντικό, που συμπεριελάμβανε δίκτυα παραγωγής (με τμήματα της παραγωγής να κινούνται αμφίδρομα και προς τις δυο κατευθύνσεις πριν καταλήξουν στη συναρμολόγηση ως τελικό προϊόν για διάφορες αγορές), κατέστησε τις οικονομίες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού περισσότερο αλληλοεξαρτημένες, και προώθησε την ατζέντα του ελεύθερου εμπορίου, σε σημείο που υπερέβαινε ακόμα και την Ευρωπαϊκή περιφερειακή ενοποίηση. Η εκπαίδευση των Ευρωπαίων μάνατζερ συνδεόταν στενά με τα κυρίαρχα Αμερικάνικα Πανεπιστήμια Διοίκησης Επιχειρήσεων, διασφαλίζοντας, έτσι, ότι οι πρακτικές του μάνατζμεντ με την μεγαλύτερη επιρροή, επικυρώνονταν αρχικά εντός των ΗΠΑ (Carpenter and Jeffreys, 2000:293). Διαρκώς γινόταν ξεκάθαρο, ότι το σχέδιο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης σχετιζόταν πολύ περισσότερο, έως απόλυτα, με τη λογική της τρέχουσας ενσωμάτωσης της ίδιας της Ευρώπης στον παγκόσμιο καπιταλισμό υπό την αιγίδα της Αμερικάνικης αυτοκρατορίας, παρά με ένα πιο προοδευτικό μοντέλο καπιταλισμού. 

Αντιμετωπίζοντας τις κρίσεις

Ακόμη και αν τα Ευρωπαϊκά κράτη, ήδη από τη δεκαετία του 1990, ήταν ακόμη πιο ενθουσιώδη από τις ΗΠΑ, ως προς την τροποποίηση του καταστατικού του ΔΝΤ ώστε να απαγορεύει κάθε περιορισμό στην κινητικότητα του κεφαλαίου (Abdelal, 2007: 139)iv, ήταν μάλλον λιγότερο πρόθυμα στην ανάληψη του μεριδίου ευθύνης που τους αναλογούσε για τον περιορισμό των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που αναδείχθηκαν από μία ασταθή παγκόσμια οικονομία. Ακριβώς σε σχέση με αυτό, η σχετικότητα της Ευρωπαϊκής αυτονομίας ενισχύθηκε παράλληλα με την εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης χρηματιστικοποίησης. Αυτό έγινε πολύ ξεκάθαρα εμφανές στην αντιμετώπιση της Μεξικάνικης κρίσης του πέσο, όταν το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ οργάνωσε τη μεγαλύτερη (μέχρι τότε) διεθνή διάσωση στην ιστορία ενός κράτους. Και κατά τη διάρκεια της Ασιατικής οικονομικής κρίσης του 1997-1998, ήταν και πάλι το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ το οποίο ανέλαβε να ηγηθεί, όχι μόνο στην παροχή τεράστιων κεφαλαίων διάσωσης στην κυβέρνηση της Νότιας Κορέας αλλά επίσης στη δέσμευση του Υπουργείου Οικονομικών της Ιαπωνίας, της Bundesbank και της Τράπεζας της Αγγλίας ώστε να εξαναγκάσουν τις ιδιωτικές τους τράπεζες να αναδιαρθρώσουν τα δάνεια που είχαν παράσχει στις Κορεατικές τράπεζες.

Η ισχυρή στήριξη των ευρωπαϊκών κρατών και του Ιαπωνικού κράτους στο ρόλο των ΗΠΑ ως ηγετικού οικονομικού «πυροσβέστη», κατέστη περαιτέρω εμφανής στη συμφωνία των G7 το φθινόπωρο του 1998, για συνεργασία με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα για τη μείωση των επιτοκίων. Η βασική ανησυχία των Υπουργών Οικονομικών των G7 ήταν να μην αντιμετωπισθούν οι εθνικές τράπεζες περισσότερο προνομιακά σε σχέση με τις αλλοδαπές. Η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης του ξένου κεφαλαίου, ασφαλώς, δίεπε τη δημιουργία του παγκόσμιου καπιταλισμού, και, σε μεγάλο βαθμό, η αποφασιστικότητα του Αμερικανικού κράτους στη στήριξη αυτής της αρχής ήταν που μετέτρεψε την κρίση σε ευκαιρία. Η στενή συνεργασία μεταξύ των στελεχών των Υπουργείων Οικονομικών των G7 συνυπήρξε με τα δίκτυα που συμπεριελάμβαναν τους κεντρικούς τραπεζίτες, όπως το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημιουργήθηκε το 1999. Ακόμη και ανώτατα στελέχη της γερμανικής Bundesbank (οι οποίοι, όπως έχουμε δει επανειλημμένα, ήταν πάντοτε περισσότερο απρόθυμοι ως προς της διάσωση μεμονωμένων προβληματικών τραπεζών) αναγνώρισαν ότι «εάν τα πάντα πάνε στον πάτο του ποταμού, πρέπει να δράσεις». Ούτε σκέφθηκαν ότι η προσφάτως δημιουργηθείσα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αμφισβητούσε τον ηγετικό ρόλο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ως, εκ των πραγμάτων, της κεντρικής τράπεζας του κόσμου. Αυτό δεν συνέβη μόνο επειδή «το επιτόκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας είναι η ατμομηχανή του υπόλοιπου κόσμου», αλλά επίσης επειδή «η Ευρώπη δεν είναι ενωμένη και τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς τις ΗΠΑ. Όλοι διαδραματίζουμε έναν ρόλο ωστόσο οι ΗΠΑ είναι ποιοτικά διαφορετικές»v

Έτσι, η Αμερικανική αυτοκρατορία, αν και κινήθηκε με κάθε έμφαση στην οικοδόμηση στης νέα Ευρώπης, συνέχισε να διατηρεί την δομή «ακτινωτού τροχού», κατά τα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου αιώνα. Όχι μόνο οι αμερικανικές ΞΑΕ σε Γερμανία, Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο συνέχιζαν να υπερβαίνουν αυτές κάθε άλλης Ευρωπαϊκής χώρας, αλλά επιπλέον οι ΗΠΑ παρέμειναν ο μεγαλύτερος αποδέκτης των Γερμανικών, Γαλλικών και Βρετανικών ΞΑΕ. Περαιτέρω, οι πολυεθνικές εταιρίες αυτών των άλλων χωρών πολύ περισσότερο παρήγαγαν εντός των ΗΠΑ, παρά εξήγαγαν σε αυτές (UNCAD, 2008· Barefoot και Mataloni, 2010). Οι Ευρωπαϊκές τράπεζες, συγκεκριμένα, τραβήχτηκαν ακόμη βαθύτερα στις αγορές εμπορικών χρεογράφων και τις διατραπεζικές αγορές των ΗΠΑ, και αυτό δεν αποθαρρύνθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επειδή, εν μέρει, βοήθησε στη μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ σε σχέση με το δολάριο. Και ακριβώς όταν οι επενδυτές των ΗΠΑ δημιουργούσαν την εκρηκτική ανάπτυξη των Αμερικανικών ιδιωτικών τίτλων ενυπόθηκων δανείων από 1,4 σε 3,2 τρις δολάρια μεταξύ των 2003 και 2007, οι Ευρωπαϊκές τράπεζες επίσης προχώρησαν σε σημαντικά αυξημένες αγορές τέτοιων περισσότερο ριψοκίνδυνων κεφαλαίων – από 100 δις δολάρια το 2003 σε σχεδόν 500 δις δολάρια το 2007. Αυτό συμπεριελάμβανε όχι μόνο τις Βρετανικές τράπεζες, με την μακρά παράδοση πολυποίκιλων διατλαντικών δεσμών, αλλά ακόμη και τις γερμανικές περιφερειακές τράπεζες (που συχνά ακόμη αντιμετωπίζονταν ως η επιτομή των πλεονεκτημάτων του συντονισμένου καπιταλισμού και του «τραπεζικο-κεντρικού11 χρηματοπιστωτικού συστήματος»). Η εισροή των ξένων πιστώσεων όχι μόνο τροφοδότησε την κατανάλωση στις ΗΠΑ αλλά επίσης αφαίρεσε τους περιορισμούς που, σε διαφορετική περίπτωση, θα κληροδοτούνταν, στην οικονομία των ΗΠΑ, από ένα αναπτυσσόμενο εμπορικό έλλειμμα. Αυτό δεν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ ζούσαν, σχεδόν μόνο, από τα δάνειά τους. Μαζί με μία συνολική οικονομική εισροή ύψους 8,3 δις δολαρίων από το 2000 έως το 2006 υπήρξε και μια εκροή ύψους 4,4 δις, η οποία ήταν ενδεικτική του γεγονότος ότι το κεφάλαιο των ΗΠΑ παρέμεινε η μεγαλύτερη πηγή άμεσων ξένων επενδύσεων παγκοσμίως. Ωστόσο, όσο οι ξένες χρηματοπιστωτικές αγορές αλληλοδιαπλέκονταν με τις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ λόγω της αυξανόμενης διείσδυσης των νεοφιλελεύθερων κοινωνικών σχέσεων στην Ευρώπη και την ταυτόχρονη επέκταση του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, τόσο αυτές ήταν υποκείμενες στις υποβόσκουσες αντιφάσεις τους.

Αμερικανική κρίση/ Ευρωπαϊκή κρίση

Στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής και θεσμικής σχέσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού και της Αμερικανικής άτυπης αυτοκρατορίας, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το κράτος των ΗΠΑ διαδραμάτισε τόσο κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής καταιγίδας μετά το 2007. Αυτό που ξεχώρισε σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης από πλευράς ΗΠΑ ήταν ότι η διαχείριση, από αυτήν, των χρηματοπιστωτικών αγορών έγινε με τρόπο ρητά οργανωμένο και με το βλέμμα στραμμένο στην αναπαραγωγή της σταθερότητας σε διεθνές επίπεδο, και συγκεκριμένα στις βασικές ευρωπαϊκές αγορές. Στο μέτρο που η αντιμετώπιση της κρίσης παρουσίασε στασιμότητα λόγω της απροθυμίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να απορροφήσει μεγάλο όγκο του δημοσίου χρέους που κατεχόταν από βασικές ευρωπαϊκές τράπεζες, η συνεχιζόμενη αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές αντανακλά τους θεσμικούς διαχωρισμούς και τις πολυπλοκότητες που εξακολουθούν να διαμεσολαβούν τη σχετική αυτονομία της Ευρώπης. Όσον αφορά στην κατανόηση του μέλλοντος της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης και του ανταγωνισμού, είναι συνεπώς κρίσιμο να εκτιμηθεί ότι η δομική εξάρτηση της ΕΚΤ από τον διεθνή ρόλο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας συνοδεύτηκε από έναν σημαντικό βαθμό θεσμικού διαχωρισμού.

Από τη στιγμή που η ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας και η επέκταση της άτυπης Αμερικανικής αυτοκρατορίας σήμαινε ότι η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, των ΗΠΑ, πλέον, εξαρτάτο επίσης από τη φερεγγυότητα των τραπεζών της Ευρώπης, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε πολύ λίγες επιλογές μόλις χτύπησε η κρίση πέρα από το να προμηθεύσει δολάρια σε αυτές τις τράπεζες. Η στοχευμένη στήριξη των προβληματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα μεταξύ Απριλίου και Δεκεμβρίου 2008 συμπεριελάμβανε την ανάληψη από πλευράς της μιας αυξημένης ευθύνης για την αναπαραγωγή βασικών διεθνών χρηματοδοτικών αγορών, ιδιαίτερα τη βραχυπρόθεσμη αγορά δανεισμού μεταξύ μεγάλων διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (Barr και Nutting, 2007· Keoun και Torres, 2011). Έτσι, όταν ο Bernake εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τις «συνεχιζόμενες πιέσεις στις αγορές διατραπεζικής χρηματοδότησης», παράλληλα με την τεράστια αύξηση του TED speadvi τον Οκτώβρη 2008, αναδείκνυε επίσης την πρόθεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να συνεχίσει τη στήριξή της στις Ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πιστωτικές αγορές, ακόμη και όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα απέκρυψε την προστασία που παρείχε στα Ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (αυτό δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο με διαταγή δικαστηρίου τον Απρίλιο 2011, σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα12) από φόβο ότι θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη στις αγορές και θα υποδαύλιζε την εγχώρια λαϊκή δυσαρέσκεια (Bernake, 2008a). Μετά το 2008, με αλλαγές στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προχώρησε σε πληρωμή επιτοκίου για τα πλεονάζοντα κεφάλαια των τραπεζών, τα οποία τοποθετούνταν στα κατά τόπους παραρτήματά της (Ομοσπονδιακό σύστημα13), ώστε να στηρίξει τους τραπεζικούς θεσμούς της Ευρωζώνης και το διεθνές σύστημα συναλλαγών (Tracy και Hilsenrath, 2014).

Η αναγνώριση της σημασίας αυτής της διεθνούς διάστασης του ρόλου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, καθίσταται σημαντική και ως προς την υιοθέτηση της καινούριας στρατηγικής της ποσοτικής χαλάρωσης. Μέχρι την κατάρρευση της Lehman και της AIG, οι ενέσεις ρευστότητας της Ομοσπονδιακής Τράπεζας προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν εξαιρετικά περιορισμένες καθώς με αυτόν τον τρόπο στέγνωνε το χαρτοφυλάκιο της σε χρεόγραφα του δημοσίου. Ωστόσο, όσο οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονταν, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα άλλαζε κατεύθυνση και ξεκίνησε να προμηθεύει καθαρά θετικά ποσά ρευστότητας για να στηρίξει τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση. Αυτό που καθιστούσε ιδιαίτερο το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν ότι είχε προσανατολισθεί στην αγορά ομολόγων, αντί της άμεσης διοχέτευσης κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα (Fawley και Neely, 2013). Έτσι, ενώ με το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης των ΗΠΑ, αυξήθηκε ο όγκος των πλεονασματικών τραπεζικών κεφαλαίων που τοποθετούνταν στο Ομοσπονδιακό σύστημα, αυτό ήταν μια παρενέργεια της προσπάθειας της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να καθαρίσει το ενεργητικό των ισολογισμών των τραπεζών με το να ανταλλάσσει αποτελεσματικά τοξικούς τίτλους έναντι καθαρών (Bernake, 2008b). Εν προκειμένω, αυτό που γινόταν ξεκάθαρα ήταν ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα «περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί», επιτρέποντας στις επιχειρήσεις των ΗΠΑ να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους προκειμένου να τονώσει τον εγχώριο δανεισμό, ενώ επιπλέον επιτύγχανε τη διατήρηση της σταθερότητας των μεγαλύτερων Ευρωπαϊκών τραπεζών που είχαν συμμετάσχει στη βουλιμική φρενίτιδα των ενυπόθηκων δανείων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ. 

Με την οικοδόμηση του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης γύρω από την αγορά ομολόγων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα στόχευσε περισσότερο στις προβληματικές αγορές, παρά στους θεσμούς και (σε αντίθεση με το προγενέστερο πείραμα ποσοτικής χαλάρωσης της Τράπεζας της Ιαπωνίας) επέκτεινε την επιρροή της σε επιχειρήσεις πέραν των λίγων και υπαγόμενων στον κρατικό έλεγχο. Δεδομένου του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των τιτλοποιημένων εμπορικών ενυπόθηκων δανείων, που προέρχονταν από τις ΗΠΑ, απορροφήθηκαν από ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα, δόθηκε η δυνατότητα στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να δρα απευθείας ως θεματοφύλακας του Ευρωπαϊκού τραπεζικού κινδύνου (Nestvetailova και Palan, 2008). Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη ότι όσο αναπτυσσόταν το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, τα κεφάλαια κατευθύνονταν ολοένα και περισσότερο προς ξένους παρόχους. Αρχικά, το μεγαλύτερο τμήμα της ρευστότητας κατευθύνθηκε προς Τράπεζες που υπάγονταν στον στην εθνικό ρυθμιστικό έλεγχο, ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα επικεντρώθηκε πρώτα στην προστασία εγχώριων επιχειρήσεων. Ωστόσο, όσο αυτές οι επιχειρήσεις σταθεροποιούνταν και οι χρηματοδοτικές αγορές της Wall Street βελτιώνονταν, το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης κατηύθηνε ολοένα και περισσότερα κεφάλαια απευθείας σε συνδεδεμένα ξένα ιδρύματα. Όσο η χρηματοπιστωτική κρίση μετατοπιζόταν προς την Ευρώπη, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χρησιμοποιούσε το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης για να στηρίζει το ενεργητικό των βασικών Ευρωπαϊκών τραπεζών μεταφέροντας ρευστότητα σε ξένες τράπεζες με έδρα τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, τα ταμειακά περιουσιακά στοιχεία αυτών των τραπεζών αυξήθηκαν από 15 τοις εκατό επί των συνολικών (45 δις δολάρια) τον Απρίλιο του 2007, σε 53 τοις εκατό (1,4 τρις δολάρια) τον Απρίλιο του 2014 (Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1: Ταμειακά Περιουσία Στοιχεία των Τραπεζών στις ΗΠΑ (σε δις δολάρια)

Ολοκλήρωση και αυτονομία: η από κοινού διαχείριση της εξελισσόμενης κρίσης

Εκ πρώτης όψεως, προκαλεί έκπληξη, το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει πρόσφατα ξεκινήσει τον περιορισμό της ρευστότητας εν μέσω της συνεχιζόμενης αστάθειας στις αγορές της ευρωζώνης, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης για τη διαχείριση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Ωστόσο, αυτές οι ενέργειες πρέπει στην πραγματικότητα να γίνουν αντιληπτές ως τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής, η οποία αποσκοπεί στην οριστική επίλυση της κρίσης της ευρωζώνης. Είναι πολύ σημαντικό ότι όταν, τον Δεκέμβρη του 2013, ο Bernake ανακοίνωσε την πρόθεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να μειώσει κατά 10 δις δολάρια τη στρατηγική της αγοράς ομολόγων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή έναν νέο μηχανισμό παροχής ρευστότητας για τη στήριξη των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ενώ από όλα τα ΜΜΕ δόθηκε προσοχή στο γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προχώρησε στην σταδιακή κατάργηση του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης, τους διέφυγε μια κρίσιμη συμφωνία τον Οκτώβριο 2013 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Κεντρικής Τράπεζας Καναδά (Bank of Canada), της Τράπεζας της Αγγλίας (Bank of England) και της Κεντρικής Τράπεζας Σουηδίας (Swiss National Bank) για τη μετατροπή των προσωρινών συμβολαίων ανταλλαγής σε απεριόριστες πάγιες διευκολύνσεις.

Όταν ξεδιπλώθηκε η κρίση το 2007 και το 2008, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα εισήγαγε δύο βασικά γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων14 με σκοπό να προστατεύσει την διατραπεζική αγορά Ευρωδολαρίου και προκειμένου να επιτρέψει στο δολάριο να εκπληρώσει το ρόλο του ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Σε αντίθεση με προηγούμενες συμφωνίες ανταλλαγής νομίσματος μεταξύ κεντρικών τραπεζών, οι οποίες αποσκοπούσαν στην αντιστάθμιση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών, οι εν λόγω συμφωνίες ρητά αποσκοπούσαν στον να παρέχουν διεθνή ρευστότητα, και επιπλέον να λειτουργήσουν έτσι ώστε να εξαναγκαστούν οι ξένες κεντρικές τράπεζες να διοχετεύσουν την εφαρμογή της ελαστικής νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, και στις δικές τους εθνικές οικονομίες. Από την πλευρά της, η ευρωζώνη έχει σταθερά στηριχθεί στις συμφωνίες ανταλλαγής νομίσματος με τις ΗΠΑ ως πηγή ρευστότητας σε δολάρια κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μετά την πίεση που προκλήθηκε από την κατάρρευση της Lehman, ενώ τα συνολικά τρέχοντα συμβόλαια ανταλλαγής ρευστότητας έφτασαν τα 600 δις δολάρια (Clarck and Linder, 2012), τα συμβόλαια ανταλλαγής που κατείχε η EKT άγγιξαν τα 171 δις δολάρια (Black, 2013). Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, καθώς οι αγορές τιτλοποιημένου χρέους ανέκαμψαν, ανοίγοντας το δρόμο για ένα νέο γύρο αστάθειας με επίκεντρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, το πρόγραμμα συμβολαίων ανταλλαγής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας μεταμορφώθηκε βασικά σε ένα πρόγραμμα υποστήριξης της ρευστότητας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό την υποστήριξη των ροών των πιστώσεων εντός της ευρωζώνης. Είναι σημαντικό ότι από τον Απρίλιο 2014, μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατήρησε χαρτοφυλάκιο συμβολαίων ανταλλαγής ρευστότητας σε δολάρια με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακόμα και αν, σε σύγκριση με τα ξένες συμμετοχές από το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης των ΗΠΑ, ο όγκος του κεφαλαίου είναι πολύ μικρός, αποτελούμενος μόνο από περίπου 400 εκ. δολάρια. Συνεπώς, αυτό που σίγουρα ελήφθη υπόψη στην απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να μετατρέψει το σύστημα των συμβολαίων ανταλλαγής από ένα «κολλάζ», κατά περίπτωση, οικονομικών συμφωνιών σε πάγια διευκόλυνση, ήταν η ανάδυση μία συνεκτικής δομής για τη διαχείριση απελευθερωμένων χρηματοδοτικών ροών με επίκεντρο το κράτος των ΗΠΑ, το οποίο θα μπορούσε να διεισδύσει, ειδικά, στις Ευρωπαϊκές αγορές. Στη διαδικασία της διατήρησης της παγκόσμιας ρευστότητας, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, μέσα από την εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού ο οποίος της επιτρέπει να λειτουργεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ως ένας διεθνής δανειστής έσχατης καταφυγής, επέκτεινε για ακόμη μια φορά την θεσμική της ικανότητα να διαχειρίζεται τις νεοφιλελεύθερες χρηματοπιστωτικές αγορές.

Παρά τη σημασία του νέου συστήματος συμφωνιών ανταλλαγής, για την κατανόηση τόσο του περιορισμού της Ποσοτικής Χαλάρωσης, όσο και για την εξέλιξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, το κράτος των ΗΠΑ ποτέ δεν αποσκοπούσε στο να στηρίζεται αποκλειστικά στη μεταφορά ρευστότητας σε δολάρια, για την αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Η επίλυση της κρίσης απαιτεί περισσότερα από την απλή παροχή μιας βραχυπρόθεσμης ρευστότητας. Το κυρίαρχο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη σήμερα είναι ότι οι βασικές της τράπεζες κάθονται πάνω σε έναν τεράστιο και δυσβάστακτο όγκο μη εξυπηρετούμενου κρατικού χρέους. H αξιοσημείωτη σύμπτωση για τις αποδόσεις των Ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, κατά την οποία τα ασφάλιστρα κινδύνου του ελληνικού και του ισπανικού χρέους σχεδόν ευθυγραμμίστηκαν, παρά τις προφανείς συνεχιζόμενες μεγάλες οικονομικές διαφορές, με τα αντίστοιχα γερμανικά, στην πραγματικότητα αντανακλούσε την εκτεταμένη διόγκωση χρέους των περιφερειακών χωρών στους ισολογισμούς των βασικών ευρωπαϊκών τραπεζών μέσα από μια διαδικασία που ονομάστηκε «η μητέρα όλων των μετακυλύσεων ηθικού κινδύνου» (Blyth, 2013: 81). Δρώντας σύμφωνα με την υποτιθέμενη εξανέμιση του συναλλαγματικού κινδύνου που είχαν φαντασθεί ότι θα συνόδευε τη νομισματική ένωση, αυτές οι τράπεζες συσσώρευσαν περιφερειακό χρέος στην πορεία προς την εισαγωγή του ευρώ και, όσο μειώνονταν τα spreads, προέβησαν σε μόχλευση των ισολογισμών τους σε επίπεδο 40:1 προκειμένου να διατηρήσουν την κερδοφορία (Blyth, 2013). Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, τα καταρρέοντα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας απείλησαν με κατάρρευση τα ομόλογα σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, γεγονός που προκάλεσε πανικό σε βασικές χρηματοδοτικές αγορές και ανέκοψε την ανάκαμψη.

Ειδικά υπό αυτό το πρίσμα, πλέον, η δυνατότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαχείριση των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Αντί για παροχή βραχυπρόθεσμης ρευστότητας, η επίλυση της κρίσης του ευρώ δεν απαιτεί απλώς τη δημιουργία μίας περισσότερη ισορροπημένης οικονομικής δομής που να επιτρέπει στις περιφερειακές οικονομίες και να εξυπηρετήσουν το χρέος και να μετέχουν ουσιαστικά στην τοπική οικονομία, αλλά απαιτεί επιπλέον την τεράστια απορρόφηση τίτλων κρατικού χρέους που κατέχονται από ιδιώτες. Δεδομένης της ανικανότητάς της να επηρεάσει τις πληθωριστικές τάσεις στην ευρωζώνη, και ειδικά στο πλαίσιο των προφανών πολιτικών επιπτώσεων που εμπλέκονται στην ενσωμάτωση του τοξικού χρέους μιας ξένης χώρας στους ισολογισμούς της, η διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα προσέκρουσε, εκ πρώτης όψεως, στους θεσμικούς περιορισμούς της ανεπίσημης αυτοκρατορίας των ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, αντί να αποδεχτεί τα όρια του θεσμικού της εξοπλισμού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, σε συνεργασία με το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ, επιχείρησε να διαχειριστεί την κρίση δια της απευθείας παρέμβαση στις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές που καθοδηγούν τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Η μέθοδος αυτή, έχει συμπεριλάβει την οικοδόμηση και εμβάθυνση των προτύπων της ολοκλήρωσης, συντονισμού και ελέγχου που είχαν ήδη ενεργοποιηθεί από την αποσταθεροποίηση των αγορών ενυπόθηκης δανείων το 2008.

Από την αρχή της κρίσης, το ΥΠΟΙΚ και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ήταν σε διαρκή επαφή με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ιαπωνίας και την Τράπεζα της Αγγλίας, όπως επίσης τα Υπουργεία Οικονομικών, σχετικά με τους ρόλους που θα έπαιζε έκαστος ως δανειστής εσχάτου καταφυγίου. Πράγματι, οι ηγέτες των G20 – για τους οποίους λίγα έχουν ακουστεί αφού κόπασε ο θόρυβος από την οικονομική κρίση του 1997-1998- συγκεντρώθηκαν αιφνιδίως το Νοέμβριο 2008, ακριβώς τη στιγμή που η χρηματοπιστωτική ανάφλεξη πυροδότησε μια βαθιά οικονομική κατάρρευση. Το πρώτο τελικό ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των G20 προσέφερε μια συλλογική «Δέσμευση για μια Ανοιχτή Παγκόσμια Οικονομία: Υπογραμμίζουμε την κρίσιμη σημασία της απόρριψης του προστατευτισμού και της εσωστρέφειας … θα απέχουμε από την όρθωση νέων εμποδίων στις επενδύσεις ή στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, από την επιβολή νέων περιορισμών στις εξαγωγές, ή από την εφαρμογή μέτρων για την τόνωση των εξαγωγών που θα κινούνται αντίθετα με όσα προβλέπει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO)(G20, 2008)». Εντωμεταξύ, στη δεύτερη διάσκεψη των G20 στο Λονδίνο τον Απρίλιο 2009, συμφωνήθηκε ένα «Παγκόσμιο Σχέδιο για την Ανάκαμψη» το οποίο αναπτύχθηκε από κοινού από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ κόντρα σε μία περισσότερο οικονομικά ορθόδοξη αντίθεση από πλευράς Γερμανίας και Γαλλίας. Το Σχέδιο αυτό επιχείρησε, σε ακόμη πιο αναβαθμισμένο επίπεδο, το είδος του συντονισμένης ώθησης των G7 που είχε προτείνει η διακυβέρνηση Carter προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, και το οποίο είχε υλοποιηθεί περισσότερο επιτυχημένα από τη διακυβέρνηση του Clinton στα τέλη του 1998. Η πολυδιαφημισμένη συλλογική παγκόσμια ενίσχυση των 5 τρις δολαρίων που χορηγήθηκε δεν ήταν τόσο σημαντική, όσο ήταν η εγγύηση που δόθηκε για συλλογική δράση, χωρίς την οποία υπήρχε ο κίνδυνος, σε περίπτωση που το οποιοδήποτε κράτος υλοποιούσε πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, να αυξηθούν οι εισαγωγές και να προκύψουν ζητήματα στα ισοζύγια πληρωμών, όπως και να αυξηθούν τα κρατικά ελλείμματα και να προκύψει δημοσιονομική χαλαρότητα. 

Οι αρχές των ΗΠΑ, προκειμένου να υπερβούν και να διαχειριστούν την ισχυρή αντίσταση στο εσωτερικό της Ευρώπης για μια συνεκτική στρατηγική διάσωσης, χρησιμοποίησαν ακριβώς τα ίδια δίκτυα συντονισμού που αναπτύχθηκαν τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης, που χρησιμοποίησαν. Έτσι, όσο η κρίση του ευρώ επεκτεινόταν σε βάθος μεταξύ Ιανουαρίου 2010 και Ιουνίου 2012, το ΥΠΟΙΚ εμπλεκόταν στενά στις συζητήσεις για την ακολουθούμενη πολιτική, τόσο ευθέως όσο και μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με τον Geithner να τηλεφωνεί και ακόμη και να ταξιδεύει αεροπορικώς προκειμένου να συναντά τους Ευρωπαίους Υπουργούς Οικονομικών σε 168 διαφορετικές περιπτώσεις. Η διαδικασία αυτή συμπεριελάμβανε από πλευρά των ΗΠΑ «πίεση προς την Ευρώπη ώστε να λάβει πιο αποφασιστική δράση» για να επιλύσει την κρίση με τρόπο που δεν θα διακύβευε την μορφή της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης που συνδέεται με το ευρώ (Barker and Spiegel, 2011, Pisani- Ferry, 2012). Συγκεκριμένα, αυτή η ανησυχία είχε ως αποτέλεσμα τόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, όσο και το ΔΝΤ να είναι ιδιαίτερα επικριτικά έναντι της απροθυμίας της ΕΚΤ να επεκτείνει σημαντικά την λειτουργία της ως δανειστή τελευταίου καταφυγίου για την αγορά του ευρωπαϊκού κρατικού χρέους. 

Για την αξιολόγηση της σχετικότητας της αυτονομίας της ΕΚΤ, είναι σημαντική η εκτίμηση του μεγέθους του διαστήματος κατά το οποίο αντιστεκόταν στις εγκλήσεις για ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά το πρότυπο των ΗΠΑ. Αλλά είναι, επίσης, εξαιρετικά σημαντικό ότι η επιθετική κίνηση της ΕΚΤ στις 2 Αυγούστου 2013 για την αντιμετώπιση της κρίσης – την εισαγωγή του Προγράμματος Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών15, το οποίο επέτρεπε την αγορά απεριόριστων ποσών κρατικού χρέους στη δευτερογενή αγορά- ήρθε μόλις 15 ημέρες αφού το ΔΝΤ την καταδίκασε για αποτυχία να αμυνθεί επαρκώς απέναντι στην κλιμάκωση της κρίσης και πίεσε για την άμεση αγορά ενός «ευμεγέθους χαρτοφυλακίου μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων» (Telegraph, 2012). Έτσι, προκειμένου να αντιληφθούμε τη μελλοντική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι μία πρόσφατη αναφορά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, που δημοσιεύτηκε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Richmond, άσκησε κριτική στην ΕΚΤ για την έλλειψη «συνεκτικής στρατηγικής δημιουργίας της απαραίτητης νομισματικής βάσης που απαιτείται για τη δημιουργία χρήματος…» και ισχυρίστηκε ότι χρειάζεται να υιοθετήσει έναν τέτοιο τύπο δομικής μεταρρύθμισης που θα της επιτρέπει να αγοράσει πακέτα κρατικών τίτλων «σε οποιαδήποτε έκταση απαιτείται, ώστε να δημιουργήσει υψηλή ανάπτυξη με όρους συνολικής ονομαστικής ζήτησης» (Hetzel, 2013: 15, Cafruny, στο παρόν: 19). Όταν αυτό ληφθεί υπόψη μαζί με σχόλια που έγιναν από τη διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στις 2 Απριλίου 2014 σχετικά με την ανάγκη να αναζητηθεί ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που να αντιπροσωπεύει τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης, δεν αποτελεί ίσως έκπληξη ότι την επόμενη ημέρα, ο Πρόεδρος της EKT Μάριο Ντράγκι άλλαξε απότομα κατεύθυνση λαμβάνοντας αποστάσεις από προγενέστερα σχόλια σχετικά με το πολιτικά ανέφικτο της Ποσοτικής Χαλάρωσης στο πρότυπο των ΗΠΑ και, αντίθετα, υπαινίχθη ότι, πλέον, το διοικητικό συμβούλιο «ενωμένο, τον στήριζε για να αναλάβει ριζικές δράσεις»(Cable, 2013, Jones, 2014).

Συμπέρασμα

Από τα συμβόλαια ανταλλαγής νομίσματος για την παροχή των αναγκαίων δολαρίων σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη έως την επίβλεψη της συνεργασίας ως προς εφαρμοζόμενες πολιτικές, η κρίση επιβεβαίωσε τον κεντρικό ρόλο του ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας στη διαχείριση της παγκόσμιας κρίσης, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην προαγωγή νέων θεσμικών μηχανισμών ελέγχου για την περαιτέρω διαχείριση των απελευθερωμένων χρηματοπιστωτικών αγορών στο μέλλον. Πλέον το υπερεθνικό σύστημα Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης –το οποίο, στα πλαίσια της κρίσης εκτέθηκε από την έλλειψη μίας κεντρικής αρχής φορολόγησης, έκδοσης ομολόγων και έγκρισης προϋπολογισμών- εμφανίζει κατ’ εξοχήν μεγαλύτερες δυσλειτουργίες στη διαχείριση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αν και παλαιότερα είχε τύχει μεγάλων επαίνων. Ασφαλώς, σε αυτό το έδαφος , οι χρηματοπιστωτικές αρχές των ΗΠΑ ήταν εξαιρετικά ενοχλημένες με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα με την ανικανότητά της να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές των κρατών – μελών της, πάνω από όλα με τη Γερμανία, και τον τρόπο που αντιμετωπίζει την κρίση χρέους των άλλων μικρότερων κρατών- μελών.

Η κρίση της ευρωζώνης επιβεβαιώνει ένα βασικό γεγονός σχετικά με τη φύση τόσο της παγκοσμιοποίησης όσο και της άτυπης αυτοκρατορίας: στα πλαίσια τους, η κρατική κυριαρχία δεν εξαλείφεται. Αυτό μπορεί να ιδωθεί στη σχετική αυτονομία των ευρωπαϊκών κρατών και στις δυσκολίες που, διαρκώς, από την εποχή της τραπεζικής κρίσης της Herstatt τη δεκαετία του 1970 μέχρι τη μεξικανική κρίση στα 1990 και την σημερινή κρίση του ευρώ, έπρεπε να αντιμετωπίζει το Αμερικανικό κράτος στο να κάνει το Γερμανικό κράτος να υπερβεί την εμμονή του με τον πληθωρισμό και τον «ηθικό κίνδυνο» και να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης του για των περιορισμό των κρίσεων. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με όρους κρατών που αναδιπλώνονται από το ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων υπέρ του οικονομικού εθνικισμού, και ιδιαίτερα σε ότι αφορά στη Γερμανία. Μετά από δεκαετίες οικονομικής ολοκλήρωσης, δεν υπάρχουν εθνικές αστικές τάξεις όπως αυτές που στήριξαν τη φασιστική στροφή στη Γερμανία ή στην Ιταλία κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Η απελευθέρωση και επέκταση της χρηματοδότησης ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία του παγκόσμιου καπιταλισμού, επήλθε όμως με έναν βαθμό αστάθειας που απείλησε την οικονομική σταθερότητα. Η ανάκαμψη της υγείας του καπιταλισμού σήμερα προϋποθέτει την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των τραπεζιτών στο ότι οι δραστηριότητές τους θα γίνουν σεβαστές και τα κεφάλαιά τους θα προστατευθούν. Το ανεπίλυτο δίλημμα για όλα τα καπιταλιστικά κράτη σήμερα είναι το πώς ταυτόχρονα θα τονώσουν την οικονομία και θα ρυθμίσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές ούτως ώστε να περιορίσουν την αυξανόμενα επικίνδυνη αστάθεια, και να ενσωματώσουν τις λαϊκές πιέσεις για αυστηρότερη ρύθμιση, χωρίς να υποτιμούν την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να διαδραματίζει τον αναγκαίο ρόλο του στον καπιταλισμό.

Υποσημειώσεις 

Βλ. Panitch L και Gindin S (2005) Ο Ευρωκαπιταλισμός και η Αμερικανική αυτοκρατορία, σε Coates D (επιμέλεια) Varieties of Capitalism, Varieties of Approaches. New York: Palgrave Macmillan, σελ. 139-159. 

Η παρουσία της Deutsche Bank στα εποπτικά συμβούλια των εκατό μεγαλύτερων γερμανικών επιχειρήσεων έπεσε από 40 το 1980 σε 17 το 1998· το μερίδιο των θέσεων Προεδρίας σε ΔΣ βιομηχανικών επιχειρήσεων που κρατούνταν από τραπεζίτες έπεσε από 44% σε 23% κατά τη δεκαετία του 1990. Από την πλευρά τους, οι Γερμανικές επιχειρήσεις αναζητούσαν επενδύσεις σε μετοχικό κεφάλαιο στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το μερίδιο των αμοιβαίων κεφαλαίων, των ασφαλιστικών εταιριών και ξένων επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο των μεγαλύτερων Γερμανικών επιχειρήσεων είχε φτάσει 21%· το 2005 δεν ήταν λιγότερο από 46%, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να προέρχονται από ξένους επενδυτές (Sablowski, 2009: 146-8). 

Αυτό επιβεβαιώθηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις με διάφορα στελέχη των εταιριών αυτών, και συγκεκριμένα από τον Μάρτιν Λιτς (Martin Leach), πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Ford Ευρώπης, στις 14 Οκτωβρίου 2002. 

Οι ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει την κωδικοποίηση των κανόνων αυτών στον Κώδικα για την Απελευθέρωση (Code of Liberalization) του ΟΟΣΑ το 1989, αλλά όταν έπρεπε να το εφαρμόσει σε παγκόσμια κλίμακα μέσω του ΔΝΤ, διακρινόταν μια εμφανής έλλειψη ενθουσιασμού από πλευράς των ΗΠΑ. Δεδομένης της προτεραιότητας που είχαν δώσει κατά το χρόνο αυτό στη εξασφάλιση των πολυμερών και διμερών εμπορικών συμφωνιών που θα άνοιγαν τις αναπτυσσόμενες αγορές στον διεθνή ανταγωνισμό στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ δεν επιθυμούσε να καταναλώσει πολύ πολιτικό κεφάλαιο στην τροποποίηση του καταστατικού του ΔΝΤ. 

Αυτό επιβεβαιώθηκε στις συνεντεύξεις με στελέχη της Bundesbank στη Φρανκφούρτη το 2002. 

Ted spread (Περιθώριο TED- Treasure Bills and Euro-Dollar) αποκαλείται η διαφορά (spread) μεταξύ του τριμηνιαίου επιτοκίου διατραπεζικού δανεισμού (το λεγόμενο LIBOR- London Inter-Bank Offered Rate) και του επιτοκίου των αμερικάνικων κρατικών ομολόγων τρίμηνης διάρκειας (Treasure-bills ή Τ-bills) 

1 Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Competition & Change 2015, Vol. 19(2) 113–128. Όπου παρεμβάλλονται σημειώσεις κατά τη διάρκεια του κειμένου, με την επισήμανση ΣτΜ και λατινική αρίθμηση, είναι σημειώσεις των μεταφραστών. Οι υποσημειώσεις των συγγραφέων βρίσκονται στο τέλος του κείμενο με αραβική αρίθμηση. Τέλος οι όποιες βιβλιογραφικές αναφορές υπάρχουν στις σημειώσεις των μεταφραστών, δεν αναφέρονται στη βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου- η οποία είναι αποκλειστικά αυτή στην οποία αναφέρονται οι συγγραφείς στο πρωτότυπο κείμενο. Οποιαδήποτε βιβλιογραφική αναφορά στις σημειώσεις των μεταφραστών αναφέρεται ολοκληρωμένα, αποκλειστικά εντός των σημειώσεων. 

2 ΣτΜ: χαιρεκακία. Γερμανικά στο πρωτότυπο.

3 ΣτΜ :«Euroland» στο πρωτότυπο

4 ΣτΜ:Varieties of Capitalism στο πρωτότυπο. Η θεωρία των «μοντέλων καπιταλισμού» περιλαμβάνει ένα σύνολο προσεγγίσεων. Βασικό κοινό τους στοιχείο είναι ότι χρησιμοποιούν στην εξέταση μιας οικονομίας, ως αφετηριακό σημείο ανάλυσης και καθοριστικό προς τα υπόλοιπα, την ανάλυση των χαρακτηριστικών και της αλληλοδιαπλοκής των θεσμών της. Για μια κριτική στις συγκεκριμένες θεωρίες, αξιοποιώντας ένα ιστορικοϋλιστικό εννοιoλογικό πλαίσιο βλ. Ian Bruff (2011) What about the elephant in the room, Varieties of Capitalism, Varieties in Capitalism, New Political Economy 16:4, 481-500.

5 ΣτΜ: Το Ταμείο Αντικαταβολών (Counterpart Fund) λειτουργούσε με τον εξής τρόπος: Τα δολάρια Αμερικάνικης βοήθειας από το Σχέδιο Μάρσαλ, χρησιμοποιούνταν είτε από το κράτος για εισαγωγή αγαθών, είτε αγοράζονταν από ιδιώτες ώστε να προχωρήσουν οι ίδιοι σε εισαγωγές, ώστε να διευκολύνεται η αγορά συναλλάγματος και η παρεπόμενη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές (κάτι που θα καθίστατο απαγορευτικό αν το επεδίωκαν με τα εγχώρια νομίσματά τους, τα οποία ήταν πληθωριστικά και απαξιωμένα, ως επί το πλείστον). Το εγχώριο νόμισμα που πλήρωναν οι επιχειρήσεις ή το κράτος για να αγοράσουν συνάλλαγμα της Αμερικάνικης βοήθειας, τοποθετούνταν στο Ταμείο Αντικαταβολών και χρησιμοποιούνταν για επενδύσεις στη δικαιούχο χώρα, μόνο έπειτα από έγκριση της αμερικάνικης κυβέρνησης ή της Αμερικάνικης Αποστολής στη χώρα. Για περισσότερα, αλλά και το ρόλο που έπαιξε το Ταμείο Αντικαταβολών κατά την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα βλ. Γ. Σταθάκης (2004) Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, Αθήνα:Βιβιλιόραμα, σελ. 205-208

6 ΣτΜ: Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements- BIS) ιδρύθηκε αρχικά το 1930, αναλαμβάνοντας την εγγύηση της αποπληρωμής των επανορθώσεων και πολεμικών αποζημιώσεων που είχαν επιβληθεί μετα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γερμανία, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Σύντομα ανέστειλε αυτήν την πλευρά της λειτουργίας της (καθώς σταμάτησε η αποπληρωμή) και αποτέλεσε ένα επί της ουσίας forum των κεντρικών τραπεζών που την είχαν δημιουργήσει και την συναπάρτιζαν (κατά βάση οι μεγάλες δυνάμεις της Ανταντ). Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσε τον φορέα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πληρωμών, μέχρι τη διάλυση της Ένωσης στα τέλη του ’50. Στη συνέχεια λειτούργησε ως όργανο συνεργασίας των κεντρικών τραπεζών στα πλαίσια του συστήματος του Bretton Woods. Μετά την εγκατάλειψη του Bretton Woods και του κανόνα του χρυσού, και αρχικά με πρωτοβουλία των G10, η BIS λειτούργησε ως θεσμός εκπόνησης διεθνών τραπεζικών κανόνων (κανόνες της Βασιλείας). Μέχρι το 1993 και τη δημιουργία του προκατόχου της ΕΚΤ, του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου, στα πλαίσια της BIS λειτούργησε η Επιτροπή των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σήμερα την συναπαρτίζουν 60 μέλη, τα οποία καλύπτουν το 95% του παγκόσμιου ΑΕΠ. 

7 Η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών (European Payments Union) ήταν ένας μηχανισμός που συγκρότησαν, το 1950, τα κράτη του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ, που στη συνέχεια εξελίχθηκε στον ΟΟΣΑ- Οργανισμός για την Οικονομικής Συνεργασία και Ανάπτυξη- περιλαμβάνοντας και μη ευρωπαϊκές χώρες). Στα πλαίσια αυτής της Ένωσης, που χρηματοδοτήθηκε από Αμερικάνικες Πιστώσεις, δινόταν η δυνατότητα εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στα κράτη με σταθερές ισοτιμίες, ενώ παράλληλα διασφάλιζε ότι στο εσωτερικό της δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα ή ελλείμματα, ορίζοντας εμπορικές ποσοστώσεις για κάθε χώρα. Επιπλέον, η Ένωση επέβαλλε στα κράτη μέλη της να άρουν ρυθμίσουν που προέβαιναν σε διακρίσεις εις βάρος των ξένων κεφαλαίων στις χώρες τους, προωθώντας τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Αντικαταστάθηκε το 1958 από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Συμφωνία, η οποία λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο, χωρίς όμως να μπορεί να επιβάλλει ποσοστώσεις και να ορίζει υποχρεωτικές ισοτιμίες. 

8 ΣτΜ: «Penetrated system» στο πρωτότυπο. Έννοια προερχόμενη από το πεδίο των Διεθνών Σχέσεων και συγκεκριμένα από τις «Σπουδές των Ολοκληρώσεων» (Integration Studies). Ως «σύστημα υπο-διείσδυση», ορίζεται μια χώρα όπου «οντότητες που δεν είναι μέλη αυτής της χώρας, συμμετέχουν, άμεσα και αποφασιστικά, μέσω ενεργειών που υλοποιούν μαζί με μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας, στην ιεράρχηση των αξιών της ή στην υποκίνηση της στήριξης για την επίτευξη των στόχων της» (James N. Roseanau, 2006, Study of World Politics, Volume I,Abingdon:Routledge, σελ. 185). Συνιστά περισσότερο μια περιγραφική έννοια που προσπαθεί να συνδυάσει την αλληλεπίδραση του εθνικό με το διεθνικό, προσπαθώντας να λάβει υπόψη την λειτουργική θέση των οντοτήτων που δεν είναι μέλη της χώρας, στο εύρος της επιρροής που ασκούν (Για περισσότερα βλ. Rosenau2006: 178- 189). 

9 ΣτΜ:Στο πρωτότυπο «proto global state».

10 ΣτΜ: Πρόκειται για την Οδηγία 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1988 σύμφωνα με την οποία προβλεπόταν ότι «Τα κράτη μέλη καταργούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών» (άρθρο 1.1), όσον αφορά τις συναλλαγές εντός ανάμεσα σε κράτη- μέλη, και ότι «Τα κράτη μέλη καταβάλλουν προσπάθειες για να επιτύχουν, στο καθεστώς που εφαρμόζουν στις μεταφορές που έχουν σχέση με τις κινήσεις κεφαλαίων με τις τρίτες χώρες, τον ίδιο βαθμό ελευθέρωσης με το βαθμό που ισχύει για τις συναλλαγές με τους κατοίκους των λοιπών κρατών μελών, με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας.» (άρθρο 7.1) όσον αφορά τις συναλλαγές με χώρες μη- μέλη. 

11 ΣτΜ: Ως «τραπεζο-κεντρικό χρηματοπιστωτικό σύστημα» (bank- based financial system) ορίζεται ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται κατά βάση από τραπεζικές καταθέσεις και δάνεια. Αντιπαραβάλλεται με τον «χρηματοπιστωτικό σύστημα με κέντρο τις αγορές» (market-based financial system) του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία απαρτίζονται κυρίαρχα από χρηματοπιστωτικά προϊόντα (παράγωγα, μετοχές, ομόλογα κλπ), . 

12 ΣτΜ: Το 2011 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ύστερα από μια μακρά πορεία στα δικαστήρια, έκανε αποδεκτό το αίτημα, που για πρώτη φορά υποβλήθηκε από το πρακτορείο Bloomberg στη βάση του νόμου της πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα, για δημοσίευση των στοιχείων για την χρηματοδότηση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το 70% του «έκτακτου τραπεζικού δανεισμού» (window discount loan- δανεισμός υψηλού επιτοκίου από την Fed προς τράπεζες σε περιόδου απροσδόκητης στασιμότητας του διατραπεζικού δανεισμού) κατευθύνθηκε προς ξένες τράπεζες. Αντίστοιχα υψηλό(65%) ήταν το ποσοστό της χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς ξένες τράπεζες, από χρηματοδοτικούς μηχανισμούς (π.χ του «Μηχανισμού Προθεσμιακών Δημοπρασιών» -Term Auction Facility- που λειτούργησε από το 2007 έως το 2010 και κατά τον οποίο, κάθε δυο εβδομάδες η FED έβγαζε σε δημοπρασία ένα συγκεκριμένο ποσό, προς δανειοδότηση των τραπεζών, με επιτόκιο που ισούταν με το χαμηλότερο που είχε προσφέρει ο τελευταίος αγοραστής- εάν προσφέρονταν 100$ από την FED και είχαν υπάρξει προσφορές που αθροιζόμενες έφταναν τα 95$, τότε το επιτόκιο δανεισμού, για όλους, διαμορφωνόταν στη βάση της τελευταίας προσφοράς που έγινε και κάλυψε τα προσφερόμενα 100$) που δημιουργήθηκαν με αφορμή την κρίση και την αδυναμία διατραπεζικού δανεισμού. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή τράπεζα στα πλαίσια ενός από τα μεγαλύτερα προγράμματά της, που έφτανε μέχρι και το 25% των συνολικών της περιουσιακών στοιχείων, προέβη σε Swaps με άλλες κεντρικές τράπεζες, κατά τα οποία, προσέφερε δολάρια στις ξένες κεντρικές τράπεζες (ώστε αυτές να τα δανείσουν στις εγχώριες εμπορικές τους τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούσαν να δανειστούν, διατραπεζικά, δολάρια) με αντάλλαγμα αντίστοιχο ποσό εγχώριου νομίσματος, σε προκαθορισμένη συναλλαγματική ισοτιμία. Το ύψος αυτών των Swaps έφτασε το μισό τρις. 

13 ΣτΜ: Το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ(Federal Reserve System) συναποτελείται από τα δώδεκα παραρτήματά της Κεντρικής Τράπεζας (District Reserve Banks) σε μεγάλες πόλεις. Έτσι υπάρχει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης, του St. Louis, του Richmond κλπ (Federal Reserve of…). Επί της ουσίας, δεν υφίσταται ΜΙΑ Κεντρική Τράπεζα με την κλασσική έννοια, καθώς οι περιφερειακές αυτές τράπεζες συγκροτούν ΤΟ σύστημα (Federal System), που διοικείται από το ΔΣ των Διοικητών. Ο πρόεδρος του ΔΣ έχει ρόλο αντίστοιχο με αυτό του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, στο Ελληνικό μοντέλο, για παράδειγμα. 

14 ΣτΜ: «Swap lines» στο πρωτότυπο.

15 Outright Money Transaction Program (OMT)

iΒλ. Panitch L και Gindin S (2005) Euro-Capitalism and American empire, σε Coates D (επιμέλεια) Varieties of Capitalism, Varieties of Approaches. New York: Palgrave Macmillan, σελ. 139-159

ii Η παρουσία της Deutsche Bank στα εποπτικά συμβούλια των εκατό μεγαλύτερων γερμανικών επιχειρήσεων έπεσε από 40 το 1980 σε 17 το 1998· το μερίδιο των θέσεων Προεδρίας σε ΔΣ βιομηχανικών επιχειρήσεων που κρατούνταν από τραπεζίτες έπεσε από 44% σε 23% κατά τη δεκαετία του 1990. Από την πλευρά τους, οι Γερμανικές επιχειρήσεις αναζητούσαν επενδύσεις σε μετοχικό κεφάλαιο στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το μερίδιο των αμοιβαίων κεφαλαίων, των ασφαλιστικών εταιριών και ξένων επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο των μεγαλύτερων Γερμανικών επιχειρήσεων είχε φτάσει 21%· το 2005 δεν ήταν λιγότερο από 46%, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να προέρχονται από ξένους επενδυτές (Sablowski, 2009: 146-8).

iii Αυτό επιβεβαιώθηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις με διάφορα στελέχη των εταιριών αυτών, και συγκεκριμένα από τον Μάρτιν Λιτς (Martin Leach), πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Ford Ευρώπης, στις 14 Οκτωβρίου 2002.

iv Οι ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει την κωδικοποίηση των κανόνων αυτών στον Κώδικα για την Απελευθέρωση (Code of Liberalization) του ΟΟΣΑ το 1989, αλλά όταν έπρεπε να το εφαρμόσει σε παγκόσμια κλίμακα μέσω του ΔΝΤ, διακρινόταν μια εμφανής έλλειψη ενθουσιασμού από πλευράς των ΗΠΑ. Δεδομένης της προτεραιότητας που είχαν δώσει κατά το χρόνο αυτό στη εξασφάλιση των πολυμερών και διμερών εμπορικών συμφωνιών που θα άνοιγαν τις αναπτυσσόμενες αγορές στον διεθνή ανταγωνισμό στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ δεν επιθυμούσε να καταναλώσει πολύ πολιτικό κεφάλαιο στην τροποποίηση του καταστατικού του ΔΝΤ.

v Αυτό επιβεβαιώθηκε στις συνεντεύξεις με στελέχη της Bundesbank στη Φρανκφούρτη το 2002.

vi Ted spread (Περιθώριο TED- Treasure Bills and Euro-Dollar) αποκαλείται η διαφορά (spread) μεταξύ του τριμηνιαίου επιτοκίου διατραπεζικού δανεισμού (το λεγόμενο LIBOR- London Inter-Bank Offered Rate) και του επιτοκίου των αμερικάνικων κρατικών ομολόγων τρίμηνης διάρκειας (Treasure-bills ή Τ-bills)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου